[…] θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε σ’ αυτή τη νουβέλα, στοιχεία αξιοπρόσεκτα ως ευρηματικές επινοήσεις και ως γόνιμα αποτελέσματα της αφηγηματικής τεχνικής του Μιχαηλίδη. Αν, λόγου χάριν, έχουμε υπόψη μας ότι ο τωρινός πεζογράφος είναι πολύ περισσότερο ασκημένος ως ποιητής, καταλαβαίνουμε καλύτερα το γιατί οι πιο αξιοσημείωτες της νουβέλας του Οστεοφύλακος είναι εκείνες όπου η αφήγηση αποτελεί μια μεταφορά μέσα στη μεταφορά. Ή, επίσης, οι σελίδες όπου η αφήγηση απαγκιστρώνεται από τη δουλεία της ευθύγραμμης εξιστόρησης περιστατικών και επεισοδίων, τα οποία απλώς επαναλαμβάνουν την παρώδηση μιας κοινωνικής κατάστασης που ήδη την αντιλαμβανόμαστε ως γελοία.
[…] Μερικές από τις σελίδες όπου ο οστεοφύλακας περιγράφεται από τον αθέατο αφηγητή του Μιχαηλίδη, σαν να ονειρεύεται το όνειρό του ή σαν να αποτελεί το όνειρό του μια παραβολή που η εξήγησή της προεκτείνεται με μυστηριώδη τρόπο στην ίδια του τη ζωή, για μένα ήταν άκρως γοητευτικές και υποβλητικές. Το ίδιο γοητευτικές θα έλεγα πως είναι γενικά οι παραμυθητικές στιγμές του βιβλίου, η περιγραφή της ονειρικής καθόδου στον Άδη, η θέα των ψυχών, τέλος, η συνάντηση και ο διάλογος με το φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου, που μου θύμισε την κλασική πια για την παγκόσμια λογοτεχνία συνάντηση του ανθρώπου με το φύλακα της Δίκης, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα.