[...] Ο λόγος του Καλούτσα είναι αδρός, διαυγής και σαφώς πεζός. Θέλω να πω ότι δεν ασθμαίνει κατά περίπτωση παρορμητικά, δεν αλλάζει βηματισμό, αλλά κυλάει με σταθερό πεζοπορικό, δηλαδή κάπως αργό, ρυθμό. Ακόμα και στις κορυφώσεις του δεν επιταχύνει το βάδισμά του. Έτσι που αρχικά και για αρκετό διάστημα να μην καταλαβαίνει κανείς πού το πάει ο πεζογράφος. Κι ενώ έτσι φαίνεται, κάποτε, κάποια στιγμή αρχίζει να έρχεται στην επιφάνεια ο αφανής αρχικός στόχος. Κατά κανόνα ο Καλούτσας δεν προειδοποιεί, δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για ό,τι μέλλει να συμβεί. Αφήνει να φτάσει η ίδια αφηγηματική εξέλιξη στο καίριο σημείο, όπου δίνονται οι «απαντήσεις» στις «απορίες» των αναγνωστών. Πάντα με κάποια καθυστέρηση, αλλά και πάντα με την ίδια συνέπεια. Ένα άλλο γνώρισμα αυτού του αφηγηματικού λόγου είναι ότι δεν αρέσκεται σε διακοσμητικά καρυκεύματα. Δεν συναντούμε στα κείμενά του αυτάρεσκες παρατηρήσεις, ούτε έξυπνες αποστροφές προς τον αναγνώστη, ούτε εντυπωσιακά οξύμωρα, ούτε άλλου είδους φραστικούς ακκισμούς. Από την άποψη αυτή ο διηγηματογράφος για τον οποίο μιλώ δεν είναι «έξυπνος», αλλά απλά και μόνο ευθύς και σοβαρός. Θέλω τέλος να πω ότι από θεματική σκοπιά έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ευρηματικό συγγραφέα. Μ’ έναν συγγραφέα ο οποίος επινοεί ή συλλαμβάνει τα θέματα των κειμένων του με τη δημιουργική φαντασία του. Δεν ανήκει συνεπώς στην κατηγορία εκείνων που αυτοβιογραφούνται ευθέως. [...]
Ρεαλιστής ο Καλούτσας, παραδοσιακής τεχνοτροπίας, με προσωπική όμως σφραγίδα γραφής, σοβαρός ερευνητής της υποκείμενης παθολογίας που παρουσιάζει η τρέχουσα πεζή ζωή μας. Όλα αυτά δεν έχουν τίποτε το εντυπωσιακό κι είναι αλήθεια πως τα γραφτά αυτού του πεζογράφου δεν εντυπωσιάζουν. Πώς αλλιώς, αφού αντικείμενό τους δεν είναι οι ηχηρές πλευρές της επικαιρότητας ή οι λαϊκίζουσες τάσεις όσων αποβλέπουν στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.