[…] με σχεδόν ποιητικό τρόπο, με εικόνες που αποδομούν την έννοια της καθημερινότητας, με γλαφυρό αλλά ενίοτε σκληρό εκφραστικό λόγο, χωρίς ιδιαίτερες γλωσσικές ακροβασίες αλλά με πλήρες αφηγηματικό όργανο, με ενσωμάτωση ξένων όρων, χωρίς υπερβολές, τέλος, με μεστό θεματολογικό ιστό, ώστε η μυθιστορηματική ροή να καθίσταται και ενδιαφέρουσα και προσιτή, ο Λογαράς, με φόντο μια γερόντισσα μετανάστρια στην Αμερική, διανύει τα τελευταία πενήντα χρόνια της ιστορίας της χώρας μας, όσον αφορά τη διασπορά, κυριολεκτικώς εκπλήσσοντας. […]
Ο Λογαράς, με μεγάλη λογοτεχνική ικανότητα, παρά το δειλό, φοβισμένο και αγχώδες έμπα της ανάγνωσης, γνωρίζει καλά πως όσοι επέλεξαν να κάνουν σπουδές, δουλειές, φαμίλιες στο εξωτερικό ομοιάζουν πολύ με όσους ήρθαν στη χώρα μας από Ασία, Αφρική και Ευρώπη. Αφήνοντας ελεύθερη την πένα του –ώστε να φανεί και η ίδια, αν όχι προστάτης, τουλάχιστον συμπάσχουσα με τα βάσανα, τις κακουχίες και τα δεινά που υπέστησαν, μέχρι νόμιμοι πια να δουλεύουν και να σπουδάζουν- σημειολογεί προς όφελος και των ιδίων και του τόπου μας. Το ύφος αλλά και η επικαιρότητα του θέματος του Λογαρά αξιοπρεπώς μας ωθεί, με τρόπο που φαίνεται αλλά δεν είναι απλός, σ’ ένα παγκόσμιο φαινόμενο, έτσι ώστε εμείς οι Έλληνες –αφήνοντας κατά μέρος τους λαϊκιστές, τους εθνικιστές, τους ρατσιστές- να διαφυλάξουμε τη φιλοξενία, ώστε η προοδευτικότητά μας να μην είναι στα λόγια αλλά στα έργα.