ΕΝΑ συνταρακτικό γεγονός, ο κυκλώνας Κατρίνα που κατέστρεψε το 2005 τη Νέα Ορλεάνη, δεν άφησε αδιάφορο τον γάλλο συγγραφέα Λοράν Γκοντέ. Τα αποκόμματα των εφημερίδων και οι φωτογραφίες που συνέλεξε έδωσαν τροφή στο μυθιστόρημά του «Στο έλεος του κυκλώνα» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.
Ο βραβευμένος με Γκονκούρ συγγραφέας (για το βιβλίο του «Κάτω από τον ήλιο του Νότου») αυτή τη φορά στήνει ένα σκηνικό αγωνίας και ψυχολογικής πίεσης καθώς ο τρομερός κυκλώνας πλησιάζει και οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν τη Νέα Ορλεάνη για να σωθούν. Οσοι μείνουν πίσω, άνθρωποι στο περιθώριο της κοινωνίας και της ζωής, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την οργή του ουρανού.
Ενας απ' αυτούς είναι η Ζοζεφίν, μια μαύρη ηλικιωμένη, η οποία έχει ζήσει στο πετσί της τις φυλετικές διακρίσεις, δεν φοβάται ούτε θεούς ούτε δαίμονες και ανυπομονεί να αντιμετωπίσει τον τρελό αέρα. Με ανοιχτές όλες της τις αισθήσεις συστήνεται στον αναγνώστη σαν ιέρεια μιας μυστικής θρησκείας: «Εγώ, η Ζοζεφίν Λινκ Στίλσον, νέγρα εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια, σήμερα το πρωί, την ώρα που οι άλλοι κοιμούνταν ακόμη, άνοιξα το παράθυρο, οσφράνθηκα τον αέρα και είπα: "Μυρίζει σκύλα". Ενας Θεός ξέρει πόσες και πόσες τέτοιες έχω ζήσει, άλλες μικρές, άλλες βιτσιόζες, αλλά τούτη εδώ που έρχεται, είπα, ξεπερνά όλες τις άλλες, είναι μια παλιοβρόμα και οι βάλτοι σε λίγο θα αρχίσουν να παφλάζουν, όπως οι λακκούβες του νερού όταν ζυγώνει το τρένο».
Η Ζοζεφίν, χαλύβδινη και ωμή, που είδε να λιντσάρουν τον άντρα της σε νεαρή ηλικία, κουβαλάει τη μνήμη της αντίστασης των μαύρων και των αντιρατσιστικών αγώνων. Πλέον η ευχαρίστησή της είναι να ανεβαίνει -κι ας μην έχει καμία δουλειά- κάθε πρωί στο λεωφορείο, «αυτό που παίρνουν οι λεφτάδες» και να στριμώχνεται ανάμεσα στους ηλικιωμένους λευκούς για να τους ενοχλεί με τη «νέγρικη μυρωδιά» της.
Υπάρχουν όμως κι άλλοι χαρακτήρες: Ο Κιάνου, που έχει αφήσει τη δουλειά του στην εξέδρα άντλησης πετρελαίου στα ανοιχτά του Κόλπου του Μεξικού και αναζητά απεγνωσμένα την αγαπημένη του Ρόουζ, την οποία εδώ και χρόνια έχει εγκαταλείψει. Εκείνη μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί. Είναι και οι φυλακισμένοι που επωφελούνται από την καταστροφή για να δραπετεύσουν, γνωρίζοντας ωστόσο ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποδράσουν από τη μοίρα τους. Είναι και οι αφιερωμένοι στον Θεό που ελπίζουν να αποδείξουν ότι τον υπηρετούν, μέσα στην καταστροφή.
Τελικά σε τι πιστεύει, τι ελπίζει ο άνθρωπος όταν επικρατεί το χάος; Ο Γκοντέ περιγράφει το ξέσπασμα της φύσης και το φόβο του αφανισμού, δημιουργώντας εικόνες Αποκάλυψης. Ισορροπεί ανάμεσα στην ένταση της τραγωδίας και την παραμυθία της αφήγησης για να περιγράψει την ανώτερη δύναμη, αλλά και τη δύναμη του ανθρώπου.
«Χτίζω χαρακτήρες που δεν παραδίδονται. Δεν έχουν ξεφύγει, αλλά παραμένουν όρθιοι», έχει πει ο ίδιος. Δηλώνει επίσης ανίκανος να δημιουργήσει ιστορίες με πρόσωπα που κινούνται μέσα στην καθημερινότητά τους: «Εχω ανάγκη να τα βυθίσω σε κάτι που θα τα κάνει να βγουν έξω από την ίδια τους τη ζωή. Μπορεί αυτό να είναι ο πόλεμος, η μετανάστευση, όλες εκείνες οι καταστάσεις, που τα ξεγυμνώνουν κάπως. Μέσα σ' έναν κυκλώνα, το μόνο που μένει είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν».