Μια ιδιότυπη περίπτωση των νεοελληνικών γραμμάτων προσεγγίζει ο συγγραφέας. Εκείνη του Μάριου Χάκκα, ο οποίος άφησε ένα σημαντικό έργο από το 1952 που πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνική σκηνή ως το 1972, οπότε και έφυγε από τη ζωή, νικημένος από τον καρκίνο. Ο Ρεπούσης τοποθετεί από την αρχή ακόμα του βιβλίου του το έργο του Χάκκα στη βάση των ιδεολογικών και κοινωνικοπολιτικών αποκρυσταλλώσεων του ίδιου και του περίγυρού του […] Ένας ακόμη άξονας στη δημιουργία του Χάκκα […] αποτελεί η οδυνηρή εμπειρία της αρρώστιας και του επικείμενου θανάτου. Ο Χάκκας, όπως μας λέει ο Ρεπούσης, αντιμετωπίζει την αρρώστια του προσπαθώντας να ζήσει ίσως περισσότερο από ποτέ «συνειδητά» και «ολοκληρωμένα» το χρονικό διάστημα που του απομένει, μετατρέποντάς το σε δημιουργική πνευματική παραγωγή.
Έναν τρίτο πόλο στην ανάλυση του Γιώργου Ρεπούση αποτελούν η παρουσία της Καισαριανής και η επίδραση που εκείνη άσκησε στο έργο του Χάκκα […] Αναφορά γίνεται στα θεατρικά του μονόπρακτα (Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά) ενώ εκτενή αποσπάσματα από τα έργα του χρησιμοποιούνται για να τεκμηριώσει ο συγγραφέας τα συμπεράσματά του.