Η κατάρα των Σκόρτα Ο Γάλλος συγγραφέας καταφέρνει –κάτι τόσο σπάνιο πια στη λογοτεχνία της πατρίδας του- να μαγεύσει με την αφηγηματική μαεστρία και τη θεματική του: η ζέστη του ήλιου, οι πνοές του ανέμου, η αλμύρα στο δέρμα και η γεύση της ελιάς στο στόμα – ιδού το υλικό που ξεφανερώνεται στο μυθιστόρημα, το οποίο καθόλου τυχαία κάνει «διεθνή εκδοτική καριέρα», ενώ πέρυσι κέρδισε και το σημαντικότερο γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο, το Goncourt. Το σκηνικό του μυθιστορήματος συναποτελούν οι λόφοι και οι ακτές της Απουλίας με τις ελληνόφωνες μνήμες και παραδόσεις, οι άνθρωποι με τη μοίρα της μεσημβρινής Ιταλίας στα πρόσωπά τους, ο ασάλευτος χρόνος της Μεσογείου με τις εναλλαγές φωτός-σκοταδιού, οι αισθήσεις με την αέναη διαμάχη μεταξύ έρωτα και μίσους. Ο συγγραφέας γράφει για την οικογένεια Σκόρτα, που φέρει το πεπρωμένο της ως ουλή στο δέρμα, ως κατάρα και στίγμα. Οι Σκόρτα ζουν στο περιθώριο του φτωχικού χωριού τους, του Μοντεπούτσιο, γνωρίζοντας ότι η ζωή περιέχει τα πάντα: ελπίδα και απάρνηση, αγωνία και ευδαιμονία, ανατροπές, οδύνη, γοητεία. Η ιστορία τους μοιάζει με ψιθύρισμα, γι’ αυτό, αναλόγως ο καθένας, μπορεί να χαρακτηρίσει παραμύθι ή χρονικό αυτό το μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στην περίοδο από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για ηθογραφία ούτε για την εξωτική-τουριστική ματιά ενός εμπνευσμένου Βορειοευρωπαίου που αίφνης ανακαλύπτει τον μεσογειακό νότο. Είναι, απλώς ή περιτέχνως, η καταγραφή της ανθρώπινης αλήθειας που στεγνώνει μαζί με το χώμα σ’ αυτά τα μέρη.