Το ποίημα είναι ένα και αδιαίρετο. Ομως υπάρχουν μικρά και μεγάλα ποιήματα σε έκταση. Είναι σαν να κρατάς μια χειροβομβίδα, σκάει και σε ακρωτηριάζει. Ετσι πρέπει να νιώθει ο καλλιτέχνης όταν πιάνει λέξεις με γυμνά χέρια. Είναι αυτό που λέει ο Σεφέρης: «Τ' είναι Θεός. Τι μη Θεός. Τι τ' ανάμεσό τους». Ή όταν φυτρώνει το χορταράκι και ένα μυρμήγκι το βλέπει θεόρατο δέντρο. Αυτό που λέμε μικρό ποίημα, σου δημιουργεί την ανάγκη του ελάχιστου, να φύγουν τα περιττά, να απογυμνωθεί. Αλλά τις πιο πολλές φορές είναι εσωτερική ανάγκη του δημιουργού. Ξέρετε και τα δύο έχουν νερό, αλλά όλα γίνονται κάτω από την πίεση της στιγμής, που μπορεί να είναι ένας χρόνος. Διάβαζα πριν χρόνια μεταφράσεις του Εζρα Πάουντ από τον αείμνηστο Κώστα Κυζηράκο. Στο τέλος, στις σημειώσεις για ένα ποίημα -διηγείται ο Πάουντ- ήταν το ποίημα μια σελίδα και διορθώνοντας και κόβοντας έμεινε ένας στίχος και λίγο από κάτω του μεγάλου αυτού δασκάλου. Αυτά τα πράγματα δεν εξηγούνται γιατί είναι συνδυασμός: σώματος, φαντασίας, αίματος, βλέμματος, αφής και ενός μυστήριου χρώματος (κάτι ανάμεσα σε μπλε, γκρι και αίμα σφαγμένου ταύρου!). Οσο για το μικρό ποίημα, πλέει σαν ξυλαράκι στη θάλασσα. Εξάλλου είναι ανάγκη μέχρι πού θα πάει το χέρι σου γράφοντας. Πολλές φορές οδηγείται να κάνει οικονομία στις λέξεις. Αλλες φορές είναι το ακαριαίο που σε σώζει από τα περιττά. Στο μικρό οι λέξεις μεγεθύνονται, αποκτούν άλλες διαστάσεις, αλλάζουν χρώματα, είναι τραχιές, είναι συνάμα βελούδινες. Υστερα, οι δυο-τρεις στίχοι του ποιήματος σου μένουν. Είναι εγκαυστικοί στο νου. Μπορεί τις νύχτες να σου αγγίζουν τον ώμο ο Ρεμπό και ο Καβάφης, γι' αυτό να παραλογίζεσαι και να βγαίνουν μικρά τα ποιήματα. Μπορεί να φταίει το μέγεθος του χαρτιού. Δεν είναι παραδοξολογία ότι πολλές φορές το μέγεθος του χαρτιού ορίζει και το μέγεθος του ποιήματος. Κάθε μέρα στα ποιήματα αυτά είναι τ' Αϊ-Γιαννιού και ανάβουνε φωτιές. Είναι τα σινιάλα για την άλλη ζωή. Τα ποιήματα αυτά είναι πρακτικά. Θυμίζουν καθημερινά εργαλεία δουλειάς: κατσαβίδια, πένσες, μαχαίρια, λίμες κ.ά. Και όλα αυτά να τα έχει ρίξει στη γη ο θόλος του ουρανού. Είναι και που μιλάνε οι στίχοι τις νύχτες και σε παρασύρουν σε αρχαιολογικούς χώρους, σε ανασκαφές νωπές και σε σπασμένα μυροδοχεία. Πώς σε χτυπάει κατάστηθα το μικρό ποίημα, σαν σφαίρα αυτοκτόνου. Και το σώμα γέρνει και βαραίνει στη ζυγαριά του ουρανού. Τεχνικές δεν υπάρχουν. Το τυχαίο και η πείρα κυριαρχούν. Δεν ξέρω γιατί αυτή η έρημος κινείται σαν θάλασσα. Μετά σε δένει ένα σκοινί με αυτά τα ποιήματα και δεν ξεκολλάς ποτέ. Χωρίς υπερβολή, συνομιλείς με τον θάνατο. Τι ανηφόρες, τι βουνά, τι δάση πέρασα παρέα με το σκύλο μου τον Ροκ, για να βρω αυτά τα ποιήματα, να τα καθαρίσω από τα πούπουλα και να τους δώσω ζωή. Σε όλα αυτά τα ποιήματα-σπίρτα προσπάθησα να ζεσταθώ τον χειμώνα και πλάι μου ήσουνα εσύ που οδηγούσες το χέρι μου. Μέσα από αυτές τις σκοτεινές λέξεις πλησίαζα τον Θεό. Οι αποστάσεις μικραίνουν ή μεγαλώνουν αναλόγως. Κι όπως γράφει ο Σικελιανός: «και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα». Μια ψιλή βροχή πέφτει. Σιγά σιγά σβήνουν οι φωτιές, έρχεται η νύχτα και τα άγρια του δάσους κοιμούνται ήσυχα στις φωλιές τους. Τα ποιήματα ξαγρυπνούν, μικρές κίτρινες πεταλούδες πάνω στο σώμα σου.