Για τον αναγνώστη που η ιστορία της εκπαίδευσης δεν τον ενδιαφέρει ως ξεχωριστό αντικείμενο, αλλά μόνο ως πτυχή της ιστορίας των ιδεών και των νοοτροπιών, το σχολιαζόμενο λεύκωμα είναι ένας μικρός θησαυρός. Διότι με τις εκατοντάδες φωτογραφίες και τα τεκμήρια που περιλαμβάνει –δυσπρόσιτα, κατά κανόνα, αν όχι και εντελώς απρόσιτα για τον μη ειδικό-, αποδίδει με τρόπο εύληπτο, ακριβή και προπάντων ευχάριστο το κλίμα της εποχής στην οποία κάθε φορά αναφέρεται. Και τούτο, γιατί κατορθώνει να αγγίξει το ρυθμό της καθημερινότητας, πίσω από τα γνωστά γεγονότα, τα πολυσχολιασμένα.
Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, δύο ήταν οι προφανείς κίνδυνοι που ελλόχευαν για τους επιμελητές: είτε να ενδώσουν στα στερεότυπα είτε να αρκεστούν στην ανεκδοτολογία. Γιατί όταν αποφασίζεις να εκδώσεις ένα επιστημονικό βιβλίο χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές και περιορίζεσαι στη δημοσίευση τεκμηρίων –έστω και με μια μικρή επεξηγηματική εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο- είναι φανερό ότι δεν έχεις πολλά περιθώρια για αποχρώσεις, ούτε καν τις αναγκαίες: τα πράγματα κινδυνεύουν να εμφανισθούν ως μαύρα ή άσπρα, ενώ στην πραγματικότητα είναι γκρι. […]
Η τεχνική με την οποία οι επιμελητές απέφυγαν τον διπλό αυτό σκόπελο δεν ήταν η άνευρη ουδετερότητα ούτε η εξίσου βαρετή «πολιτική ορθότητα», σε ουσία και ύφος αντίστοιχα. Ήταν, όπως πιστεύω, το παιχνίδι των σχολίων μέσω μιας λεπτεπίλεπτης τεχνικής, την οποία οι συγγραφείς ανύψωσαν σε αληθινή τέχνη: της τεχνικής της λεζάντας.