«Το παρελθόν ήταν σίγουρα πολύ σημαντικό για το Εδιμβούργο.
Η πόλη τρεφόταν από το παρελθόν της όπως το ουροβόρο φίδι».
The Black Book
Το Εδιμβούργο είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ιστορία, την αρχιτεκτονική και τα καλοκαιρινά φεστιβάλ. Κάτω από την επιφάνειά του θα βρεις τη σκοτεινή του πλευρά: ιστορίες μαγείας, φαντασμάτων, φόνων, πολέμου και θανάτου, εξίσου επίκαιρες σήμερα όσο και κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, όταν έγινε πρωτεύουσα της Σκοτίας. Το Εδιμβούργο, που εξακολουθεί να είναι πυκνοκατοικημένο και κλειστοφοβικό, έχει μέγεθος πόλης αλλά νοοτροπία χωριού –όλοι ξέρουν τι κάνει ο ένας και ο άλλος–, ωστόσο αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο James Ellroy χαρακτήρισε τον Ian Rankin «βασιλιά του tartan noir». Ο Ian Rankin με τα μυθιστορήματά του με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Ρέμπους έκανε για το Εδιμβούργο ό,τι έκαναν ο Κάρολος Ντίκενς για το Λονδίνο και ο Colin Dexter για την Οξφόρδη με τον επιθεωρητή Μορς. Οι ιστορίες είναι βουτηγμένες στο μεγαλείο αλλά και στην αθλιότητα της όμορφης αυτής πόλης, αντλώντας από τη σκοτεινή ιστορία της έμπνευση για τα εγκλήματα που καλείται να διαλευκάνει ο κυνικός και κουρασμένος από τον κόσμο επιθεωρητής Ρέμπους. Είναι λες και η πόλη είναι ένας επιπλέον χαρακτήρας σε κάθε μυθιστόρημα, με την παρουσία της να δίνει στις ιστορίες ένα υπόρρητο νόημα.
Το Εδιμβούργο είναι μια πόλη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ»· καλή και κακή· παλιά και νέα· πλούσια και φτωχή. Η διττή προσωπικότητά του δεν είναι κάτι καινούργιο.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο της επετειακής έκδοσης στα ελληνικά του βιβλίου Οι καταρράκτες:
Το Εδιμβούργο είναι μια πολύ μικρή πόλη – περίπου 500.000 άνθρωποι ζουν εκεί. Μπορεί κανείς να δει το κέντρο της πόλης μέσα σε μία μόνο μέρα.[…] Στα μάτια του επισκέπτη μπο ρεί να φαίνεται λογική και πολιτισμένη. Στα μάτια ορισμένων μόνιμων κατοίκων μπορεί να μοιάζει χαοτική και εχθρική. Στην πραγματικότητα μου θυμίζει λιγάκι την Αθήνα, με την έννοια ότι οι τουρίστες συρρέουν στην πόλη, χωρίς όμως να τη ζουν πραγματικά. Εκείνο που θέλουν είναι το παρελθόν – το παρελθόν, τους μύθους και τις παραδόσεις. […]
»Το Εδιμβούργο μου φαινόταν σαν μια πόλη Τζέκιλ και Χάιντ, ένα πράγμα φαινομενικά ίδιο αλλά τελείως διαφορετικό κάτω από αυτή την επιφάνεια. Τη δεκαετία του 1980 ήταν έντονα τα προβλήματα της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, των ναρκωτικών και της πορνείας – όμως οι επισκέπτες (και οι περισσότεροι κάτοικοι) δεν τα έβλεπαν καθώς διέσχιζαν το κέντρο της πόλης. Ειδεχθή εγκλήματα έχουν συγκλονίσει το Εδιμβούργο στο παρελθόν και εξακολουθούν να συμβαίνουν και στις μέρες μας. Το αστυνομικό μυθιστόρημα μού αφήνει το περιθώριο να συνδέω το παρελθόν με το παρόν, να αναφέρομαι στους λόγους που ορισμένα εγκλήματα επαναλαμβάνονται χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα. Εντωμεταξύ, η αστυνομική λογοτεχνία βρίθει χαρακτήρων που προσποιούνται πως είναι κάτι (φίλος, καλός πολίτης), ενώ στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο (εχθρός, δολοφόνος). Κατά μία έννοια, όλοι έχουμε μέσα μας τη δυνατότητα να γίνουμε ο Δόκτωρ Τζέκιλ ή ο Κύριος Χάιντ».
Είναι εμφανές, και ο Rankin το παραδέχεται ανοιχτά, ότι τα πρώτα του μυθιστορήματα ήταν μια εκ νέου ματιά στο έργο του Robert Louis Stevenson Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ, που πρωτοεκδόθηκε το 1886, το οποίο, αν και διαδραματίζεται στο Λονδίνο, θεωρείται ένα βιβλίο πολύ «εδιμβουργικό». Ο Stevenson γοητεύτηκε από την ιδέα μιας διχασμένης προσωπικότητας και η πιο διάσημη ιστορία του βασίστηκε σε αληθινούς χαρακτήρες, όπως ο Ντίκον Γουίλιαμ Μπρόντι, κύριος την ημέρα, εγκληματίας τη νύχτα, και ο Τόμας Γουίρ, ιεροκήρυκας που έγινε μάγος, καθώς και στα περιβόητα εγκλήματα των τυμβωρύχων Μπουρκ και Χερ, των οποίων τα δολοφονικά κατορθώματα στην παλιά πόλη εξακολουθούν να είναι διάσημα. Όπως πολλοί από τους σύγχρονούς του, ο Stevenson έζησε κάτι σαν διπλή ζωή. Έμενε στη φινετσάτη Νέα Πόλη, όμως συχνά έπινε και συναναστρεφόταν ιερόδουλες στην Παλιά Πόλη. Όλα τα παραπάνω τροφοδότησαν τη φαντασία του και τον βοήθησαν να δημιουργήσει την ιστορία των Τζέκιλ και Χάιντ.
Το Εδιμβούργο είναι το σπίτι του Τζον Ρέμπους, του επιθεωρητή που εμπνεύστηκε ο Rankin. Για τον Ρέμπους, το Εδιμβούργο είναι μια «ψυχική κατάσταση»: κρυμμένοι φόβοι και κίνδυνοι παραμονεύουν στα σοκάκια σε απόσταση αναπνοής από τα «ύποπτα» καταστήματα και τα κτίρια με τις γεωργιανές προσόψεις. Μπορεί να είναι μία από τις ομορφότερες πόλεις της Ευρώπης, πάντα όμως θα έχει να διαχειριστεί και τη σκοτεινή της πλευρά… Ο Ρέμπους κατάγεται από το Κάρντεντεν του Φάιφ (όπως και ο ίδιος ο Rankin) και μπορεί να δει την πόλη ως εξωτερικός παρατηρητής. Κατά τον Ρέμπους, το Εδιμβούργο, παρά την ομορφιά του, «ήταν ένας τόπος που περιμένεις το έγκλημα να συμβεί» (Οι καταρράκτες).
«[…] δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να φεύγει απ’ το Εδιμβούργο. Ήταν το οξυγόνο στο αίμα του, αλλά είχε ακόμη κι ανεξερεύνητα μυστήρια. Εδώ ζούσε από τότε που έγινε μπάτσος. Αυτά τα δύο –η δουλειά κι η πόλη– είχαν γίνει αλληλένδετα. […] Το αιματοβαμμένο παρελθόν αναμειγνυόταν με το αιματοβαμμένο παρόν· κοβεναντέροι και εμπόριο· μια πόλη γεμάτη τράπεζες και πορνεία, αρετή και βιτριόλι… Ο υπόκοσμος συναντά τον υπέρκοσμο» (Τελευταίο τραγούδι για τον Ρέμπους).
«Το στοιχειωμένο και βίαιο παρελθόν της πόλης βρίσκεται παντού γύρω σου·
είναι αδύνατον να ξεφύγεις».
Δήλωση του Ian Rankin στην εφημερίδα The Independent
Πηγή: https://www.ianrankin.net/ian-rankin/ian-rankin-news/2020/03/20/crime-scene-edinburgh-2/