×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
«ΝΕΝΟΥΦΑΡ» ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ
07/07/2022
«ΝΕΝΟΥΦΑΡ» ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΜΑΓΚΛΙΝΗ
Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» ένα στιγμιότυπο της ζωής του ήρωά του που δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο.

Νενουφάρ

Θυμάσαι την άνοιξη του 1921.
Είχες γλιτώσει από το μακελειό του Μαρτίου και ακούς ότι οι συνάδελφοί σας στις αδελφές μεραρχίες του Γ΄ Σώματος Στρατού, την 7η και τη 10η, ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη νέα, μεγάλη επίθεση προς το Εσκί Σεχίρ, ενώ στον νότο, οι εκεί συνάδελφοί σας ετοιμάζονταν για να επιτεθούν εκ νέου στο Αφιόν Καραχισάρ.
Στο ευζωνικό της 3ης Μεραρχίας τα ακούγατε όλ’ αυτά μα δε νιώθατε πολλά πράγματα, έχοντας εξαιρεθεί από όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις μετά τις απώλειες που είχατε έξω απ’ το Εσκί Σεχίρ. Έτσι, αφεθήκατε στον ωραίο καιρό, που άνοιγε καθώς πλησίαζε το Πάσχα. Κι όταν το Πάσχα πέρασε, τότε έσκασαν και μερικές σαρανταοκτάωρες άδειες.
Πλύθηκες, φόρεσες την καθαρή σου στολή και πήγες για ένα φρέσκο ξύρισμα. Ήπιατε με τον κουρέα κι ένα ποτηράκι ρακί. «Στους πεσόντες μας» έκανε αυτός και το κατέβασε μονορούφι. Εσύ άρπαξες το φύλλο εξόδου και τράβηξες μονάχος σου για την Προύσα, μα στον δρόμο, ένα καμιόνι σταμάτησε στο πλάι σου και από το παράθυρο του συνοδηγού ξεπρόβαλε εκείνος ο μορφωμένος Πατρινός έφεδρος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού.
«Κύριε σιτιστά» σου έκανε και σου έκλεισε το μάτι. Σε μάζεψε και λίγη ώρα αργότερα το καμιόνι σάς άφησε να ολοκληρώσετε με τα πόδια τη διαδρομή. Περπατήσατε στην απέραντη, πράσινη πεδιάδα που απλωνόταν γύρω από τον καταυλισμό και έως τα πέριξ της πόλης, περάσατε από μια μικρή λίμνη και χαζέψατε τις έρημες βαρκούλες που έπλεαν στο ήρεμο νερό. Αυτή την πεδιάδα πότιζαν αιώνες τώρα οι ποταμοί του Ολύμπου και στο μεγαλύτερο από τα γύρω χωριά, το Σουσουρλού, στο κέντρο του κάμπου, Έλληνες αγρότες που ασχολούνταν με τη μεταξοσκωληκοτροφία σας πρόσφεραν φρούτα, ενώ οι γυναίκες σάς κοιτούσαν κι έκαναν τον σταυρό τους.
Στο κέντρο της Προύσας, συντόνισες το ρολόι σου που σου είχε κάνει δώρο ο αδελφός σου όταν έγινες δεκτός στην Ανωτάτη Εμπορική, με το μεγάλο ρολόι της πόλης. Σκαρφαλώσατε στον λόφο με τους τάφους των παλαιών σουλτάνων κι ένας γέρος Τούρκος σας έδωσε να καταλάβετε ποιος ήταν ο Σουλεϊμάν και ποιος ο Ορχάν. Κάνατε μετά τη βόλτα σας από το τζαμί με τον τάφο του Βαγιατζίτ θαυμάζοντας τα πράσινα πλακάκια του κτίσματος. Από σμάλτο της Κιουτάχειας, σχολίασε ο ανθυπολοχαγός κι εσύ συγκατένευσες με θαυμασμό για τις γνώσεις του Πατρινού βαθμοφόρου.
Σε οδήγησε σε ένα μεγάλο σπίτι, δίπατο, με αυλή κι ευρωπαϊκή επίπλωση και πίνακες στους τοίχους. Τον άκουσες να μιλά στα γερμανικά με έναν ξανθό μεσόκοπο κύριο, ο οποίος σας πρόσφερε ούζο και παγωμένο νερό. Ο ανθυπολοχαγός μίλησε επί μακρόν με τον Γερμανό που εμπορευόταν στην πόλη από τα χρόνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν συνεργαζόταν με τις γερμανικές στρατιωτικές βιομηχανίες και είχε αναλάβει ορισμένες προμήθειες για λογαριασμό του στρατού του Κάιζερ, ο οποίος τότε εξόπλιζε τον στρατό των Νεότουρκων. «Είναι συνάδελφός μου μηχανικός» γύρισε και σου είπε ο Πατρινός. «Αλλά τώρα μπήκε στις επιχειρήσεις».
Ρώτησες τον ανθυπολοχαγό πού έμαθε τόσο καλά γερμανικά και γύρισε και σου είπε ότι έκανε μετεκπαίδευση στη Γοτίγγη, μα άφησε κι αυτός τις σπουδές του στη μέση. Γνώρισε τον Γερμανό σε μιαν άλλη άδειά του στην Προύσα κι εκείνο το μεσημέρι, προτού σας οδηγήσει ο Γερμανός στη μεγάλη τραπεζαρία για φαγητό με την οικογένειά του, σας ζήτησε να τον συνοδεύσετε στο ιδιαίτερο γραφείο του, όπου υπήρχε γραμμόφωνο. «Άκουσε τώρα κάτι θεσπέσιο, κύριε σιτιστά» σου είπε ο Πατρινός, καθώς ο Γερμανός ετοίμαζε το γραμμόφωνο και ένα λεπτό μετά απλώθηκε μέσα στο δωμάτιο μια θλιμμένη ευρωπαϊκή μελωδία που σε έκανε να στεναχωρηθείς κάπως. Ένας άνδρας με βαριά φωνή τραγουδούσε στα γερμανικά συνοδευόμενος από το απαλό παίξιμο ενός πιανίστα. Είδες τον ανθυπολοχαγό να ρίχνει το κεφάλι πίσω και να κλείνει τα μάτια και για πρώτη φορά από τότε που αντίκρισες αυτό τον άνθρωπο, είδες δάκρυα να τρέχουν στα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, το στέρνο του να συσπάται με μια κάποια βία και τον Γερμανό στο βάθος, όρθιο πλάι στη συσκευή, να χαμογελάει με τρυφερότητα και κατανόηση.
Κανένας δεν μίλησε για λίγο, σεβόμενοι το χάσιμο του νεαρού αξιωματικού, ο οποίος, μετά το πέρας της ακρόασης, κάθισε σε μια σκαλιστή ξύλινη καρέκλα πλάι στο παράθυρο και χάζεψε τη βουή της πόλης έξω. «Αυτό» σου είπε ξαφνικά, με ραγισμένη ακόμα φωνή «ήταν Σούμπερτ». «Τι λέει το άσμα, κύριε ανθυπολοχαγέ» ρώτησες εσύ με αμηχανία και ο αξιωματικός χαμογέλασε. Λέει: «Έλα σε μένα και απαλά κλείσε τη θύρα πίσω σου/ Πάρε όλη τη λύπη απ’ το στήθος μου. Άσε την καρδιά μου να πλημμυρίσει με τη χαρά σου».
Όταν ο αξιωματικός τελείωσε, λέγοντας πως δεν θυμόταν το υπόλοιπο, έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του το επίχρυσο ρολόι με την αλυσίδα που φυλούσε ως κόρη οφθαλμού, κι όταν το άνοιξε, στην εσωτερική πλευρά από το καπάκι, είδες τη φωτογραφία μιας κοπέλας. Είχε καστανά μάτια και μακριά σπαστά μαλλιά, λεπτό λαιμό, ολόλευκο και καθαρό. Έτσι έμαθε τον Σούμπερτ κι έτσι τον άφησε πίσω του, στη Γερμανία – μαζί με την κοπέλα. Κι όταν μετά το γεύμα, όπου εσύ έτρωγες χωρίς να καταλαβαίνεις τι λένε μεταξύ τους, πέρα απ’ το ότι σου εξήγησε πως ο χερ Βέρνμπεργκ αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Προύσα διότι αγάπησε την πόλη αλλά κι επειδή δεν είχε κανένα λόγο να επιστρέψει στην κατεστραμμένη Γερμανία μετά τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, ο Έλληνας αξιωματικός παρακάλεσε ξανά να ακούσει το λυπημένο τραγούδι ενός συνθέτη που, όπως έμαθες, πέθανε συφιλιδικός στα τριάντα ένα του, οπότε ζήτησες συγγνώμη και βγήκες έξω, αισθανόμενος ένα πλάκωμα, παρά το υπέροχο γιουβέτσι που είχε ετοιμάσει το τουρκικό προσωπικό των Γερμανών, και ακούγοντας απ’ το ανοιχτό παράθυρο το σιγαλό πιάνο και την πονεμένη φωνή κάποιου Γερμανού βαρύτονου, μέσα σε γρατσουνίσματα και πηδήματα της βελόνας πάνω στη μαύρη πλάκα, τρύπωσες σε ένα μικρό στενό, στη μικρή, πίσω αυλή του μεγάλου σπιτιού, με τις ανθισμένες λεμονιές.
Εκεί τότε είδες τη Νενουφάρ. Το όνομά της το έμαθες με κόπο, αλλά ευτυχώς σου θύμιζε νούφαρα. Πολύ αργότερα, σε κάποιες από τις άλλες εξορμήσεις σου στην Προύσα, όταν με την παραμικρή αφορμή πλέον κανόνιζες ο ίδιος να έρθεις ως την πόλη για να κανονίσεις τον εφοδιασμό του λόχου, ξεκλέβοντας κάμποσες ώρες μόνο και μόνο για να πας να βρεις τη Νενουφάρ.
Την πρώτη φορά που σε είδε –έπεσες σχεδόν επάνω της, έχοντας μπει να κλέψεις κυδώνια στον κήπο του σπιτιού της πλάι σε εκείνο του Γερμανού– κάλυψε με τα χέρια της το πρόσωπό της, ασυναίσθητα. Μελαχρινή οδαλίσκη με μακριά, σπαστά μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά και δέρμα σταρένιο, ο πατέρας της ήταν άφαντος και η μάνα της έκανε τα στραβά μάτια, ίσως επειδή ήταν υποτακτική στις ελληνικές δυνάμεις κατοχής.
Κάθε φορά που περνούσες απ’ το σπίτι τους με κάποιο δώρο, η Νενουφάρ σου έδινε γιαούρτι, αποξηραμένα σύκα και λουκούμια γεμιστά με θρυμματισμένο αμύγδαλο και κάποτε, καθώς μάζευε το κορίτσι κεράσια, δεν άντεξες, την άρπαξες από τη μέση, την έριξες στο χώμα και της σήκωσες τα φουστάνια, να σκεπάσουν το πρόσωπό της. Τα γυμνά της πέλματα χάιδεψαν τις γάμπες σου. Αυτό δεν είναι το τέλος του κόσμου, θυμάσαι τον εαυτό σου να σκέφτεται τότε. Αυτό είναι μονάχα η αρχή του.
Τι απόγινε εκείνος ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού, από τα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας;
Την τελευταία φορά που τον είδες, σε πέτυχε να διαβάζεις ανέμελα σ’ ένα καφενείο του Εσκί Σεχίρ και σου έπιασε την κουβέντα.
Ήταν μια ωραία, φωτεινή μέρα ανάπαυσης. Ο ανθυπολοχαγός σε πλησίασε και σε ρώτησε από πού είχες αγοράσει το βιβλίο. Του απάντησες ότι το είχες αγοράσει πριν από πολύ καιρό, από την Αθήνα, απ’ το βιβλιοπωλείο του Σιδέρη, επί της Σταδίου, όταν ήσουν ακόμη φοιτητής. Είπες τότε στον μουσικόφιλο ανθυπολοχαγό ότι αρχικά μπήκες στο βιβλιοπωλείο και ζήτησες να δεις την εικονογραφημένη Βιβλιοθήκη Ιουλίου Βερν, τη «βραβευθείσα υπό της Γαλλικής Ακαδημίας». Οι άδετοι τόμοι κόστιζαν τρεις δραχμές, οι χρυσόδετοι τέσσερις και πενήντα. Μέτρησες τα χρήματά σου. Διάλεξες στην αρχή τον Δεκαπενταετή πλοίαρχο αλλά τελικώς προτίμησες το 20.000 Λεύγαι υπό την θάλασσαν, άδετο φυσικά. Το βιβλίο με τον καπετάν Νέμο ήταν ακριβότερο κατά πενήντα λεπτά.
Έκανες έναν ακόμα γύρο μέσα στο βιβλιοπωλείο. Τότε, έπεσες σχεδόν μπροστά του. Ο στρατιώτης, υπό του Χ. Άννινου, διηγήματα εκδοθέντα από τον Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, έκδοση του ’11. Το φυλλομέτρησες· έλεγξες τους τίτλους των διηγημάτων: «Ο νεοσύλλεκτος»· «Θάνατος εις το πεδίον της μάχης»· «Ο σκοπός», «Ο πληγωμένος».
Ζήτησες να πληροφορηθείς την τιμή. Ο υπάλληλος σου είπε: τρεις δραχμές. «Αν κωλύεστε» σου είπε «το βιβλιοπωλείον μας έχει τη δυνατότητα να αποστείλει βιβλία ελεύθερα ταχυδρομικών. Μόνον διά το εξωτερικόν υπάρχει προσθήκη πενήντα λεπτών κατά τόμον».
Ακούγοντάς σε, ο ανθυπολοχαγός του Μηχανικού κούνησε το κεφάλι του. Συμπαθητικό παιδί ήταν εκείνος ο ανθυπολοχαγός. Χαθήκατε όμως το καλοκαίρι του Σαγγάριου. Τον ξαναβρήκες πολύ καιρό μετά, τυχαία, το φθινόπωρο του ’21, αρχές χειμώνα, όταν ήσουν περαστικός από το νοσοκομείο της Προύσας, εξαιτίας τυραννικής ουρολοίμωξης που σου ανέβαζε πυρετό κάθε τόσο και που σε έκανε να κλείνεις τα μάτια και να σφίγγεις τα δόντια κάθε φορά που πήγαινες να κατουρήσεις. 
Ο ανθυπολοχαγός είχε αφήσει και τα δυο του πόδια στον Σαγγάριο, τέλος Αυγούστου, στην οπισθοχώρηση. Επέβλεπε τη σωστή λειτουργία μιας λεμβογέφυρας. Στις δύο όχθες του ποταμού ήταν πηγμένοι βαθιά δύο κορμοί δέντρων που συνδέονταν με καραβίσιο παλαμάρι. Από το παλαμάρι, κρατιούνταν κι έλκονταν οι οδηγοί της ποταμόβαρκας για να τη σύρουν στην απέναντι όχθη μαζί με τους επιβάτες και τα ζώα τους.
Αιφνιδιαστικά οι Τούρκοι τούς άρχισαν σε έναν καταιγιστικό βομβαρδισμό με εγκαιροφλεγείς οβίδες των πυροβόλων Σκόντα. Ο Πατρινός ούτε που κατάλαβε πώς τον βρήκαν τα θραύσματα. «Είναι όπως με τις σφαίρες» σου είχε πει τότε. «Έτσι και με τις οβίδες: αυτή που έχει γραμμένο επάνω της το όνομά σου, δεν την ακούς ποτέ».
Ήταν εντυπωσιακό. Το ηθικό του αξιωματικού ήταν υψηλό. Θ’ απολυόταν και θα γύριζε σπίτι του στην Πάτρα με αναπηρική σύνταξη. Έστω και χωρίς τα πόδια του, πάλι θα μπορούσε να κάνει τον μηχανικό – τον πολιτικό μηχανικό πια. Αλλά δεν θα ξανάβλεπε τη Γοτίγγη.
Κάποια στιγμή, ο ακρωτηριασμένος ανθυπολοχαγός τού ζήτησε να σπρώξει το αμαξίδιό του ως το ράντζο του. Ο Νίκος του έκανε φυσικά τη χάρη. Αφού πλησίασε αρκετά, έσκυψε μπροστά κι έβγαλε κάτω απ’ το μαξιλάρι του ένα βιβλίο. Γύρισε και του το έδωσε. Ήταν ο Στρατιώτης του Άννινου. Λίγο καιρό μετά την κουβέντα τους, το παράγγειλε και αυτός ταχυδρομικώς από το βιβλιοπωλείο του Σιδέρη. «Μου έκαναν τα ταχυδρομικά δωρεάν» σου είπε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο ο Πατρινός. «Επειδή υπηρετώ την πατρίδα». Θυμάσαι ακόμη ένα απόσπασμα από εκείνο το βιβλιαράκι.

Ο ταλαίπωρος στρατιώτης είχε πληγωθή από σφαίραν τουφεκίου εις τον πόδα και η σφαίρα του είχε σπάση τα δύο κόκκαλα· τον μετέφεραν εις το νοσοκομείον και του έκοψαν το πόδι τέσσερα δάκτυλα επάνω από το γόνατον. Μετά σαράντα περίπου ημέρας, του έβαλαν ξύλινον πόδι, του έδωκαν δύο δεκανίκια και φύλλον πορείας με την άφεσίν του, του ήνοιξαν την θύραν του νοσοκομείου και του είπαν: Πήγαινε τώρα, γύρισε εις το σπίτι σου, κακορίζικε· το χρέος σου το έκαμες.

Λίγες εβδομάδες μετά τη συνάντησή σας, έμαθες ότι η τομή στο ένα πόδι του Πατρινού μηχανικού υποτροπίασε και χρειάστηκε να μπει ξανά στο χειρουργείο. Του έκοψαν κι άλλο κομμάτι για να γλιτώσει τη γάγγραινα. Αλλά δεν στάθηκε τυχερός. Άρπαξε μέσα στο χειρουργείο έναν ξεγυρισμένο σταφυλόκοκκο.
Ο τάφος του ίσως υπάρχει ακόμη κάπου στην Προύσα.


*Η φωτογραφία: Η κρεβατοκάμαρα του Κεμάλ στην έπαυλη που χρησιμοποιούσε κάθε φορά που επισκεπτόταν την Προύσα.
 

Σχετικά βιβλία

Διαθέσιμο
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ
17,70€
15,93€
Το μόνο της ζωής τους ταξίδι
Ηλίας Μαγκλίνης
Έγραψα ένα βιβλίο για τον φόνο σου. Του έδωσα τον τίτλο Είµαι όσα έχω ξεχάσει. Θυµάσαι; Υποτίθεται ότι ήσουν ο παππούς µου αλλά δεν µπόρεσα ποτέ να αναφερθώ έτσι σε σένα. Μόνον: ο πατέρας του πατέρα µου. Για χρόνια, µονάχα δύο πράγµατα ήξερα ...
Το μόνο της ζωής τους ταξίδι (ebook/pdf)
Ηλίας Μαγκλίνης
Έγραψα ένα βιβλίο για τον φόνο σου. Του έδωσα τον τίτλο Είµαι όσα έχω ξεχάσει. Θυµάσαι; Υποτίθεται ότι ήσουν ο παππούς µου αλλά δεν µπόρεσα ποτέ να αναφερθώ έτσι σε σένα. Μόνον: ο πατέρας του πατέρα µου. Για χρόνια, µονάχα δύο πράγµατα ήξερα ...