Οι παράνομες διαφημιστικές πινακίδες είναι ένα μεγάλο διακομματικό σκάνδαλο. Ένα σκάνδαλο που προκαλεί θανάτους, που ναρκοθετεί το οδικό δίκτυο, που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή των πολιτών. Παρακολουθώ την πορεία του απ’ το 2005. Όσο περνούν τα χρόνια, πείθομαι ακόμα περισσότερο πως δυστυχώς ο δημόσιος χώρος δεν μας ανήκει. Ο δημόσιος χώρος είναι ένα πεδίο όπου ισχύει το δίκαιο του ισχυρού, ή του θαρραλέου...
Ακτιβισμός και τέχνη ενάντια στις υπαίθριες διαφημίσεις υπάρχει σε όλο τον κόσμο. Παρίσι, Λος Άντζελες, Σάο Πάολο. Παντού το διακύβευμα αφορά στην αισθητική υποβάθμιση και στην εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου. Μόνο στην Ελλάδα το φαινόμενο αποκτά τεράστιες διαστάσεις, μόνο στην Ελλάδα καταγράφονται θάνατοι εξαιτίας της υπαίθριας διαφήμισης. Κι όμως νόμοι υπάρχουν πολλοί. Νόμοι που απαγορεύουν την υπαίθρια διαφήμιση και την τοποθετούν εντός στενών πλαισίων. Νόμοι που απλά δεν εφαρμόζονται εξαιτίας της διαφθοράς, της πολυνομίας, των συναρμοδιοτήτων και πολλών άλλων στρεβλώσεων που κυριαρχούν στην ελληνική επικράτεια. Όμως πάνω απ’ όλα κι απ’ όλους τους παρανομούντες φιγουράρουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα και οι ηγεσίες τους που για είκοσι και πλέον χρόνια διαφημίζονταν επάνω στα παράνομα πλαίσια.
Για τις φονικές διαφημίσεις έχω γράψει άρθρα κι αναρτήσεις στο μπλογκ, έχω γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ, έχω κάνει παρουσιάσεις, και καμπάνιες στα social media. Έχω έρθει στο πλάι των γονιών που έχασαν τα παιδιά τους εξαιτίας των παράνομων πινακίδων κι έχω συναισθανθεί τον πόνο και την απόγνωσή τους, την οργή και την ορμή του αγώνα τους. Έχω πεισθεί ότι εξαιτίας αυτών των ανθρώπων ευαισθητοποιήθηκε επιτέλους η πολιτεία και ξεκίνησε να τις αποξηλώνει. Παρότι το πρόβλημα δεν έχει ακόμα λυθεί, έχω πλέον λόγους να είμαι πιο αισιόδοξος. Όσο υπάρχουν ενεργοί πολίτες που δε σιωπούν, που δε συναινούν στην παρανομία και στην κατάλυση της λογικής, όσο υπάρχουν άνθρωποι που δε τιμολογούν την ανθρώπινη ζωή, θα υπάρχει ελπίδα. Η παρέμβαση των GPO κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Είναι μια απότιση φόρου τιμής στα θύματα των πινακίδων, μια ειρωνική χειρονομία ενάντια στον παραλογισμό άδικων θανάτων. Είναι και πολλά άλλα που πρέπει να σκεφτούμε μόνοι μας.
Απ’ την πολυετή μου ενασχόληση με το θέμα σταχυολογώ μια φράση του Μανώλη Σταυρουλάκη, πατέρα ενός θύματος, η οποία γυρίζει κάθε λίγο στο μυαλό μου. «Οι πινακίδες ξηλώθηκαν με το αίμα των παιδιών μας, εάν δεν υπήρχαν και πριν, σήμερα τα παιδιά μας θα ζούσαν», μου είπε κάποια στιγμή. Και σκέφτομαι: αυτό το αίμα είναι ακόμα νωπό. Όσο εξακολουθεί να υπάρχει έστω και μια πινακίδα εκεί έξω, το αίμα αυτό δε θα έχει στεγνώσει. Ο αγώνας αυτών των ανθρώπων στοχεύει στο να μην υπάρξουν νέα θύματα, να εφαρμοστεί δηλαδή ο νόμος. Μαζί, θυμάμαι μια φράση που μου είπαν οι GPO: «Οι πινακίδες που βάφουμε ξηλώνονται αμέσως». Το μελάνι των GPO είναι κι αυτό νωπό λοιπόν. Πρώτα το αίμα, μετά η μπογιά. Πρώτα ο θάνατος, μετά η φωνή. Η ιστορία της παράνομης πινακίδας σε δύο πράξεις. Μου υπενθυμίζει ότι ο ανεφάρμοστος νόμος δεν είναι νόμος. Μου υπενθυμίζει ότι εκεί που κανείς δεν είναι ένοχος, στην πραγματικότητα όλοι είναι ένοχοι. Μου υπενθυμίζει ότι ο δημόσιος χώρος μας ανήκει και πρέπει να τον ανακτήσουμε. Μου υπενθυμίζει ότι όσοι σκοτώθηκαν επάνω στις παράνομες πινακίδες ήταν θύματα ενός ακύρηχτου πολέμου. Μου υπενθυμίζει ότι έχω λόγο και φωνή. Δύναμη και μνήμη. Μου υπενθυμίζει ότι ο δημόσιος χώρος πρέπει να είναι ασφαλής. Ο δημόσιος χώρος πρέπει να ανήκει σε όλους.
Αθήνα, Δεκέμβριος 2010
Μανώλης Ανδριωτάκης
www.andriotakis.gr