Οι "Φόνοι στο Μανχάταν" είναι το δεύτερο βιβλίο που διάβασα για τον μαραθώνιο αστυνομικής λογοτεχνίας. Γενικά θα έλεγα ότι δεν με ενθουσίασε και το βρήκα πολύ μέτριο. Σαν σενάριο μου θύμισε αστυνομικές σειρές που προβάλλονται στην τηλεόραση, τύπου CSI και NCIS. Το τέλος είναι προβλεπόμενο και υπάρχουν οι "κακοί" και οι "καλοί", οι οποίοι πάντα βρίσκουν την άκρη και τα καταφέρνουν γιατί έχουν σχεδόν όλες τις συγκυρίες με το μέρος τους. Εσύ απλά παρακολουθείς να δεις πώς θα γίνει. Ο τρόπος που γράφει ο συγγραφέας μου φάνηκε πολύ απλοϊκός, καθώς από την ιστορία λείπουν οι περιγραφές και οι περαιτέρω πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την ένταξή της σ ένα γενικότερο τοπικό και χρονικό πλαίσιο καθώς και για να την κάνουν πιο αληθοφανή. Για τους πρωταγωνιστές μας δίνονται μόνο τα απαραίτητα για την εξέλιξη της ιστορίας στοιχεία, με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να μένουν ελλιπείς και ανολοκλήρωτοι. Πιστεύω οτι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο να παρουσιάσει στους αναγνώστες του μια "εντυπωσιακή" και "φαντασμαγορική" αστυνομική ιστορία με μπόλικο εφέ, παρά να τους κινητοποιήσει να ψάξουν την λύση ενός αστυνομικού μυστηρίου. Για αυτό άλλωστε και το προφίλ του δολοφόνου σκιαγραφείται από νωρίς. Είναι μια απλοϊκή ιστορία διανθισμένη με λίγο από όλα: έρωτα, δράμα, χολυγουντιανό γκλάμουρ, έναν μανιακό δολοφόνο και δύο γενναίους πρωταγωνιστές. Ίσως αυτά είναι και που κάνουν το βιβλίο ενδιαφέρον, γιατί αλλιώς θα ήταν μια ιστορία που θα μπορούσε να διαβάσει κι ένα παιδί σαν παραμύθι. Παρόλα τα αρνητικά πάντως που προανέφερα, δεν μπορώ να αμφισβητήσω την φαντασία των συγγραφέων, το ταλέντο τους να περνάνε μια έντονη θεατρικότητα μέσα στο έργο, καθώς και την ικανότητά τους να πλάθουν ένα εντυπωσιακό σενάριο από το μηδέν.