×

Your cart is empty.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Subtotal:
{{order.discounted_cost}}
Promotion Discount:
{{order.promo_discount}}
Coupon Discount:
{{order.extra_discount}}
Shipping Cost:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
TOTAL:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ MY ADDRESSES ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
EBOOK
10%
BOOK

Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα

Βάσια Τζανακάρη
Πεζογραφία
978-960-566-481-7
192
2014-04-07
Available
Συλλογή διηγημάτων.

Περιγραφή βιβλίου

Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορίες, έλεγε ένα παλιό τραγούδι.
Μια γιαγιά κρύβει τις γκαζόζες, ένας μυστηριώδης τραυματισμός στοιχειώνει την Αργυρώ, μια γυναίκα εμπιστεύεται τις πέντε αισθήσεις της, ένας περιπτεράς δεν ξεχνάει ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος, μια μάνα αγαπάει τις πασχαλιές, δυο κοριτσάκια συναντιούνται πίσω από κάγκελα, ένα μυρμήγκι θέλει να κάνει τη διαφορά, η Σπυριδούλα γίνεται θρύλος, ένας άστεγος ζητιανεύει μια δεύτερη ευκαιρία και πάντα κάποιος πρέπει να δίνει τροφή στον Διάολο.
Οι ήρωες των διηγημάτων αυτού του βιβλίου ζουν στα χαλάσματα ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια και πασχίζουν, ενάντια στον χρόνο και τη μοίρα, να σβήσουν τις ιστορίες τους και να γράψουν καινούργιες. Ανάμεσά τους και ο κύριος Έκτορας που βλέπει τα πάντα και ρίχνεται μαζί τους στο κυνήγι της ευτυχίας.

Πληροφορίες

  • Βάσια Τζανακάρη
  • 978-960-566-481-7
  • 192
  • 2014-04-07
  • 14 x 20,5
  • Soft

Σχόλια

Κριτικές...

Συνέντευξη στη Λίνα Καμπούρογλου,  Η Πατησίων ζει, Ιούνιος 2014 
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 13/7/2014 
500 λέξεις με τη Βάσια Τζανακάρη, 
Γιώργος Περαντωνάκης,  Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 11/5/2014 
Οι οικογενειακές ιστορίες εκδικούνται 
Η Βάσια Τζανακάρη, νεαρή πεζογράφος και προφανώς μεγαλωμένη στο πλαίσιο της αγίας ελληνικής οικογένειας, συλλαμβάνει την καθημερινότητα ως πεδίο βουβών δραμάτων που εκρήγνυνται αφώνως. […]

Τα πρωτοπρόσωπα διηγήματα της Β. Τζανακάρη ξεκινάνε από τη συμβατική καθημερινότητα και ανάγονται σε επαναστατικά κείμενα μικρών εξεγέρσεων. Η Σπυριδούλα λ.χ., ανατρέποντας τον θρύλο για την παλιά συνονόματή της υπηρέτρια που τη σιδέρωσαν, σιδερώνει τη μούρη του καταπιεστικού άνδρα της («Σπυριδούλα revisited»). Κι ο περιπτεράς με την καλή δουλειά αποφασίζει να την παρατήσει κόντρα στη λογική των δυσχερών οικονομικά καιρών και να γίνει ζωγράφος. Η συμβατικότητα, το βόλεμα, η παγιωμένη ρουτίνα δεν είναι η συνθήκη με την οποία αξίζει κανείς να εξακολουθεί να ζει, εφόσον νιώθει πως τα συναισθήματα επιβάλλουν τη δική τους λογική. Ακόμα και η εκδίκηση είναι ένας τρόπος αποκατάστασης της ηθικής δικαιοσύνης, που προτιμάται, όταν οι άνθρωποι –και όχι τα ζώα, όπως επιφανειακά φαίνεται- δεν νοιάζονται για τον άλλο («Πάπιος»).

Τα διηγήματα λοιπόν της συγγραφέως τραμπαλίζονται ανάμεσα σε μια βαθύτερη ανάγκη να σπάσει το συμβατικό κέλυφος της συνήθειας και της επανάπαυσης και στη ματαιότητα που συναντά κάθε επαναστατική πράξη. Ο Μύρωνας θέλει να πάψει να είναι ασήμαντο μυρμηγκάκι και σκέφτεται σοβαρά να κάνει μια «ηρωική» πράξη, να μπει λ.χ. στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο και να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον ελεγκτή, αλλά όλα αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών του. Από την άλλη, η αντίδραση μιας γειτονιάς σε ό,τι διαταράσσει την ηρεμία της εκδηλώνεται με πράξεις βίας απέναντι στον ξένο που κάνει φασαρία: η ησυχία αποκαθίσταται έστω και αν η βία οδηγεί στον θάνατο και η καχυποψία στον ρατσισμό.

Η παιδική ηλικία έρχεται και ξανάρχεται σαν νοσταλγία και σαν πίκρα, σαν ματαίωση και σαν πληγή, σαν ανάμνηση του παππού, αλλά και σαν εγκλεισμός σε μια ηλικία που δεν ταιριάζει με τα χρόνια που πέρασαν. Κορίτσια κλεισμένα σε ίδρυμα και κορίτσια κλεισμένα σε μια ασφυκτική μεγαλοαστική ζωή, κορίτσια που προκαλούν την ατυχία τους, κορίτσια που μεγαλώνουν με τα μικρά προσωπικά τους δράματα. Οι αναμνήσεις αυτές ίσως ενέχουν ίχνη μανιέρας και γίνονται σκαλωσιές κοινότοπων ιστοριών, αλλά συνάμα αναδίδουν συγκίνηση, ανθρωπιά και ευρύχωρη ζεστασιά. Ο άνθρωπος εγείρει την ατομικότητά του μέσα στο οικογενειακό πλέγμα αλλά και στο κοινωνικό δίκτυο σχέσεων που φαίνονται αθώες αλλά πολλές φορές κρύβουν υπόγειες απειλές και προκλήσεις.
 
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου,  ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 10/8/2014 
Η αθόρυβη περιπέτεια της καθημερινής ύπαρξης 
Η Βάσια Τζανακάρη γράφει για το βιβλίο της στο ΠΟΝΤΙΚΙ, 28/8/2014 
Κώστας Αγοραστός,  BOOK PRESS, 2/9/2014 
Ένα γαλαζοπούλι στην Πατησίων 
Η Βάσια Τζανακάρη σε α΄ πρόσωπο,  www.diastixo.gr, 20/9/2014 
Ιορδάνης Κουμασίδης,  ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 24/8/2014 
Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορίες 
Λίνα Πανταλέων,  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 12/10/2014 
Αποπνικτικοί μικρόκοσμοι 
Άγης Αθανασιάδης,  Librofilo, www.librofilo.blogspot.gr, 23/10/2014 
Η Βάσια Τζανακάρη στο εργαστήρι του συγγραφέα,  www.fractalart.gr 
Θωμάς Τσαλαπάτης,  ΕΠΟΧΗ, 2/11/2014 
Ο Θωμάς, ο κύριος Έκτορας και η Κυψέλη 
Στέλλα Πεκιαρίδη,  www.elculture.gr, 1/8/2014 
Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα είναι μια συλλογή από 19 ιστορίες μοιρασμένες ανάμεσα στη μελαγχολία του αθηναϊκού αστικού ιστού και τη στοιχειωμένη ελληνική επαρχία. Αφήγηση ρεαλιστική με μια έντονη τάση προς το αλλόκοτο, εικόνες και σκηνές οικείες με την ανατροπή να επισφραγίζει την κάθε ιστορία λιγότερο ή περισσότερο λυτρωτικά κάθε φορά. Θα το αγαπήσουν ίσως λίγο παραπάνω όσοι υπήρξαν παιδιά κατά τη δεκαετία του ’80, αλλά και οι εραστές της αναδίφησης στο ελληνικό αστικό τοπίο. Μολονότι δεν είναι η πρώτη φορά που επιλέγει τη μικρή φόρμα, η συγγραφέας δείχνει να έχει επιστρατεύσει όσο ποτέ την παρατηρητικότητα και την ευαισθησία της -στοιχεία που είναι εμφανή σε όλα τα προηγούμενα βιβλία της αλλά εδώ φανερώνουν ξεκάθαρα μια πιο ώριμη ματιά. Εξαιρετικά δυνατά το «Σπυριδούλα revisited» και το «Εξοχικό κέντρο Αηδόνια».
 
Πάνος Ριβέρης,  NoirΛογοτεχνία (Το Μελάνι στο Νερό), www.negraliteratura.blogspot.gr, 6/11/2014 
Γιάννης Παπαγιάννης,  www.vakxikon.gr, Νοέμβριος 2014 
Ευχάριστη έκπληξη περιμένει τους αναγνώστες της τελευταίας συλλογής διηγημάτων της Βάσιας Τζανακάρη, καθώς η νεαρή συγγραφέας σταδιακά ενηλικιώνεται, ξεπερνάει τον προηγούμενο εαυτό της, βελτιώνει τον λόγο, την οπτική, τον τρόπο που επιλέγει τα θέματα και τις μεθόδους που τα διαχειρίζεται κι αποδίδει διηγήματα που μερικές φορές προκαλούν θαυμασμό.
Ανήκοντας σε μια νέα γενεά συγγραφέων που, σε αντίθεση με τον μοναστικό τρόπο συγγραφής των παλαιών, επικοινωνεί, αναπτύσσει σχέσεις κι αλληλοεπηρεάζεται, η συγγραφέας εντάσσει εαυτόν σε μια ομάδα νέων που οι στόχοι και το ύφος τους φαίνεται να έχουν κοινά σημεία. Διόλου επηρεασμένοι (και με το δίκιο τους) από μια δικτατορική τηλεγραφική λιτότητα φόρμας που επιβλήθηκε στη διηγηματογραφία τις προηγούμενες δεκαετίες, με σημαντικούς βέβαια εκπροσώπους, όπως τον Σωτήρη Δημητρίου ή τον Θανάση Βαλτινό, η Βάσια Τζανακάρη, αλλά και η Μαρία Ξυλούρη, κι ο Νίκος Χρυσός κι άλλοι πολλοί, αφήνουν τον λόγο ελεύθερο, αναπτύσσουν τις λέξεις όσο απαιτείται για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, για να περιγράψουν, για να οικοδομήσουν ύφος.
Μία άλλη ίσως διαφοροποίηση των νεότερων από τους παλαιότερους είναι η θεματολογία αλλά και η οπτική γωνία υπό την οποία αναπτύσσεται η διήγηση. Ενώ οι παλαιότεροι εστίαζαν κυρίως σε ιδιαίτερες καταστάσεις, σε ακραίες εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, έψαχναν σε εφημερίδες αλλά και στην καθημερινότητα για παράξενες, καταστροφικές ιστορίες, οι νεότεροι χρησιμοποιούν θέματα συνηθισμένα, τα οποία όμως αναδεικνύουν τη δραματική διάσταση όχι μόνο της ζωής των ηρώων, αλλά και της δικής μας. Η οπτική γωνία επίσης έχει μεταφερθεί σε πιο κρυπτικές τεχνικές. Οι δραματικές λύσεις δεν παρουσιάζονται εξαρχής, οι τραγικές διαστάσεις των τεκταινόμενων αποκρύπτονται κι  αποκαλύπτονται με βραδύτητα. Θα ήταν μάλιστα ίσως ενδιαφέρον εάν δεν αποκαλύπτονταν  καθόλου.
Θα επιχειρήσω μια ίσως ενδεικτική σύγκριση. Στο γνωστό διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου «Με νύχια και με δόντια», που έχει μεταποιηθεί σε ταινία, εξαρχής δηλώνεται ότι το αγόρι- πρωταγωνιστής είναι καθυστερημένο. Στο διήγημα της Βάσιας Τζανακάρη «Η πράσινη πολυκατοικία», μόλις στην τελευταία παράγραφο καταλαβαίνουμε ότι η πρωταγωνίστρια έχει πηδήξει από το μπαλκόνι και πεθαίνει. Όπως επίσης στο «Μύρωνας το μερμήγκι», εάν έλειπε ο προδοτικός τίτλος, θα δημιουργούσε σύγχυση και ερωτηματικά στον αναγνώστη, όσον αφορά στην ταυτότητα και το ποιόν του αφηγητή. Μια επίσης ευχάριστη σύγχυση κι ερωτηματικά προκαλεί και το «Ροζ», όπου ο τίτλος, αυτή τη φορά, δεν προδίδει.
Το πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο ενυπάρχει στα διηγήματα, χωρίς να είναι κραυγαλέο και προκλητικά εμφανές. Συνυφασμένο με την αφήγηση, υποδόριο, πίσω από τα γεγονότα, κρυμμένο, αλλά ωστόσο αποκαλυπτικό. Γιατί το σύμπαν της «Καρέκλας του κυρίου Έκτορα» είναι στην πραγματικότητα ένα δραματικό σύμπαν, ένα ρέκβιεμ για ένα κοινωνικό και πολιτικό status,  έναν πολιτισμό που οδηγεί, σύμφωνα με τα λόγια του Φρόιντ, στη δυστυχία.
 
Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου,  www.liberty-news.gr, 11/1/2015 
Συνέντευξη στον Χρήστο Δασκαλάκη,  www.culturenow.gr, 21/5/2015