Ο Ελευθερίου μετατρέπει επιδέξια ένα μυθιστόρημα αγωνίας, με θέμα έναν άνθρωπο-συγγραφέα εγκλωβισμένο σ’ ένα πηγάδι, σε ένα στοχαστικό αφήγημα μυητικής διαδρομής προς το θάνατο. […]
Από το μέσο σχεδόν του βιβλίου και εξής, ο Ελευθερίου θέτει σε λειτουργία τη συγγραφική του επινοητικότητα ώστε να το μετατρέψει σε έναν υποβλητικό ύμνο στη δύναμη και την ικανότητα της φαντασίας να μετουσιώνει τη στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας σε λυτρωτική φυγή. Προς τα πού; Το μυθιστόρημα του Ελευθερίου εξελίσσεται σε κείμενο μυητικής (και παρηγορητικής) διαδρομής προς το θάνατο. […]
Αγαλλιάζω κάθε φορά που η λογοτεχνία μού επιφυλάσσει την ανάγκη για τη σιωπή του κριτικού. Με άλλα λόγια, την ανάγκη να ανταποκριθώ στον Άνθρωπο στο πηγάδι με τα λόγια ενός άλλου ποιητή, του Τάκη Σινόπουλου, που περιγράφει επίσης το θάνατο ως λυτρωτική στιγμή: «Ν’ αφήσεις να φυσάει ο χρόνος και ν’ απομακρύνεσαι σιγά σιγά από την προκυμαία – ένα γκρίζο όνειρο τώρα, ένα θαμπό όνειρο σα σκηνικό στην καταχνιά, τίποτα άλλο».