Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» αποτελεί ένα υβρίδιο ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστοριογραφία, το βίωμα και την έρευνα. Είναι ταυτόχρονα ημερολόγιο περιπλάνησης και αναζήτησης, ταξιδιωτικό χρονικό, στοχαστικό δοκίμιο, εξομολογητική κατάθεση. Είναι ουσιαστικά ένα οδοιπορικό, φυσικό και ψυχικό, ένα πραγματικό και ιστορικό, αλλά την ίδια ώρα, ένα κυρίως εσωτερικό ταξίδι, με αφορμή και αφετηρία τη συμμετοχή του παππού του συγγραφέα στη μικρασιατική εκστρατεία. Με εκκίνηση ακριβώς από την απουσία, από μια μόνο φωτογραφία, από ελάχιστες οικογενειακές αναμνήσεις και πολύ περισσότερες σιωπές (η αδυναμία ή απροθυμία των άλλων να μιλήσουν μοιάζει να λειτούργησε παρωθητικά), ο συγγραφέας επιχειρεί τη δύσκολη ανασύσταση εκείνου του αρχικού «ταξιδιού» του παππού, που υποχρεωτικά παρακολουθεί τη συνολική πορεία και τη μοίρα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Ο εγγονός επιδιώκει να ακολουθήσει τα βήματα του παππού, να αναβιώσει το ταξίδι του, το μοναδικό της ζωής του, ανάλογα με αυτό του παππού του Βιζυηνού, απ’ όπου αντλεί τον τίτλο (το βιβλίο με τα διηγήματα του Βιζυηνού συνοδεύει τον συγγραφέα στο ταξίδι του), πλην εδώ σε πληθυντικό, αφού είναι και το μοναδικό -κατά κανόνα- ταξίδι μιας ολόκληρης γενιάς, με σκοπό όχι βέβαια την αναψυχή, αλλά τον πόλεμο και άρα τον θάνατο, των άλλων ή -παρά προσδοκία- τον δικό τους.
Το ταξίδι του συγγραφέα, ενώ θα μπορούσε να είναι για εκείνον ευχάριστες διακοπές με τη σύντροφό του, καθώς μάλιστα οι κάτοικοι της χώρας καλοδέχονται τους γείτονες, τους κομσούρ, γίνεται βασανιστική περιπλάνηση, καταβύθιση σε συλλογικές τραυματικές μνήμες, σε οικογενειακές απουσίες και ερωτηματικά και την ίδια ώρα λυτρωτική ανακάλυψη, επιτυχής επανασύνθεση προσώπων και περιστατικών. Ο Μαγκλίνης επιχειρεί να καταγράψει και να ακολουθήσει τους σταθμούς του ταξιδιού, με βάση τα στρατιωτικά αρχεία (Αδριανούπολη, Σμύρνη, Προύσα, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος, Αλμυρή Έρημος κ.λπ.).
Ο συγγραφέας κάνει εκτεταμένη και συστηματική έρευνα στα αρχεία του στρατού, σε απομνημονεύματα, ημερολόγια, σε κάθε είδους καταγραφή, για να βγάλει συμπεράσματα και να ξαναστήσει μπροστά του τα δεδομένα. Στο βιβλίο παραθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό, γραπτά αρχεία, προφορικές μαρτυρίες, αποσπάσματα ημερολογίων, διαφωτιστικές πληροφορίες για ζητήματα του πολέμου και των μαχών, αλλά και εικόνες από τη σύγχρονη Τουρκία. Ιδιαίτερο, λοιπόν, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στο βιβλίο δεν καταγράφεται μόνο το αποτέλεσμα της διερεύνησης, αλλά και η ίδια η διερεύνηση. Ο Γ. Περαντωνάκης («Προγονηλασία», Εφ.Συν 29-30/10/2022), το κατατάσσει στην «ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία», όπου «η αφήγηση των γεγονότων, πραγματικών ή εικαζόμενων, συνδυάζεται με την αφήγηση της ίδιας της προσπάθειας του συγγραφέα να γράψει».
Στο οδοιπορικό του Μαγκλίνη αναμοχλεύονται πραγματικές ή εικονικές μνήμες, ανασυστήνονται ο τόπος, τα πράγματα, τα γεγονότα, το παρόν γίνεται παρελθόν και αντίστροφα, σε μια προσπάθεια αναδόμησης της πορείας, της ιστορίας, των σκέψεων, των συναισθημάτων του παππού, αλλά και των συστρατιωτών του, χωρίς να αποσιωπάται -απεναντίας- η ζοφερή πλευρά των πραγμάτων, τα εγκλήματα και των δύο πλευρών σε ένα αντιηρωικό φόντο.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης ανασταίνει τον παππού του, που, αφού επιστρατεύτηκε εν μέσω των σπουδών του μαζί με τους συντοπίτες και συνομηλίκους του, υπηρέτησε ως σιτιστής στο Σύνταγμα Ευζώνων του Μεσολογγίου. Του απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο, με το όνομά του, Νίκος («δεν μπόρεσα ποτέ να σε πω παππού» – ο συγγραφέας δεν τον γνώρισε ποτέ, αφού είχε δολοφονηθεί το 1944, πριν από τη γέννησή του), αδιαμεσολάβητα, καθώς είναι εκείνος που τον ανακαλύπτει, που συγκεντρώνει τις αναγκαίες πληροφορίες και τον ακολουθεί («Βρίσκομαι στο κατόπι σου, Νίκο, γυρεύοντας τα σβησμένα σου ίχνη μέσα στον χρόνο»). Τα ψήγματα των λιγοστών αφηγήσεων, οι ελάχιστες αρχικές ψηφίδες, οδηγούν, εντέλει, σε μιαν εικόνα, που σταδιακά γεμίζει και, μ’ έναν τρόπο, ολοκληρώνεται.
Στο βιβλίο βρίσκουν θέση παρεκβάσεις που μπορεί να συνδέονται χαλαρά με την κεντρική αφήγηση, ας πούμε με την έννοια του ταξιδιού, στοχασμοί, αφηγήσεις, μνήμες, ερωτήματα, που εξ ανάγκης παραμένουν αναπάντητα, αφού το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται σιωπά. Ο συγγραφέας ρωτά διαρκώς προσπαθώντας να καταλάβει σκέψεις, συναισθήματα, αντιδράσεις. Και καθώς δεν μπορεί να πάρει απαντήσεις, τις επινοεί με βάση τη λογική, τις πληροφορίες που αντλεί από την έρευνα, την επιστημονική του συνείδηση, τη δική του ενδεχόμενη αντίδραση, τη φαντασία. Η έλλειψη, ωστόσο, αυθεντικών στοιχείων και καταλοίπων του παππού του τον λυπεί και τον οδηγεί σε (δι)ερωτήσεις:
«να μην έχει διασωθεί μια επιστολή σου, μια κάρτα σου – ή δεν έγραφες στους δικούς σου…;»
«Όπως όλα δείχνουν, πρέπει η Αδριανούπολη να ήταν η πρώτη μάχη της ζωής σου. Τι είδες; Τι άκουσες; Τι έκανες; Πάνω απ’ όλα: τι ένιωσες;»
«Κανένας στην οικογένεια δεν γνώριζε ή δεν θυμόταν ότι πήρες προαγωγή στο πεδίο της μάχης επ’ ανδραγαθία. Απέφυγες εσύ ο ίδιος να πεις τίποτε σχετικό; Από τη σεμνότητα που συχνά διακρίνει τους βετεράνους ή επειδή η ανάμνηση του συγκεκριμένου πολεμικού γεγονότος για το οποίο διακρίθηκες σου ήταν ιδιαζόντως οδυνηρή;»
«Αναρωτιέμαι πώς να φέρθηκες σε εκείνες τις κοπέλες του καιρού σου, εικοσιδυάχρονος, κατάκοπος, φοβισμένος, στερημένος. Ελπίζω όχι απάνθρωπα.»
Είναι φανερή η αναδρομική αγωνία του συγγραφέα για τη συμπεριφορά του παππού του, που ελπίζει να ήταν ηθική και σύμφωνη με το δίκαιο του πολέμου. Από τις καταγραφές που διαβάζει (π.χ. ημερολόγια στρατιωτών) και παραθέτει αναφαίνεται η βαναυσότητα του πολέμου και από τις δύο πλευρές (από τους Τούρκους σοδομισμοί στρατιωτών, ευνουχισμοί, από τους Έλληνες κάψιμο χωριών, ακρωτηριασμοί θηλών γυναικών, πλιάτσικο των νεκρών -και των συστρατιωτών). Αποδίδεται, με τρόπο νατουραλιστικό και αντιηρωικό, το πρόσωπο του πολέμου, το πρόσωπο του θανάτου. Αναδύεται ατόφια η ωμότητα, η σκληρότητα, η απουσία ιδεών και οραμάτων, η επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης μέσω του θανάτου (του άλλου). Συγκλονιστική η κραυγή «Θέλομεν απόλυσιν» την ώρα της απονομής μεταλλίων από τον βασιλιά. Συγκλονιστική η περιγραφή σε μορφή ημερολογίου της 10ήμερης πορείας – κόλασης προς τον Σαγγάριο μέσα από την Αλμυρή Έρημο. Μια πορεία που, καθώς γνωρίζουμε πού οδηγεί, παίρνει διαστάσεις τραγωδίας (τραγική ειρωνεία). Γενικά, η αφήγηση κορυφώνεται στα τελευταία κεφάλαια, που γίνονται πιο νατουραλιστικά, πιο τραγικά (με την υποχώρηση του αποδεκατισμένου ελληνικού στρατού και τη διαφαινόμενη καταστροφή), αφήνοντας στον αναγνώστη από τη μια ίσως ένα πικρό αίσθημα, από την άλλη μια αντιπολεμική, ανθρωπιστική ενατένιση.