Στο διήγημα επιστρέφει με το τρίτο πεζογραφικό του βιβλίο (εκδόσεις «Μεταίχμιο») ο Δημήτρης Μίγγας –και πράττει, θα έλεγα, σοφά, μια κι είναι προφανές πως σ’ αυτή τη φόρμα και πιο άνετα αναπνέει και αποτελεσματικότερα ξέρει να κινείται. […] O Μίγγας κατορθώνει να δώσει πνοή στα περισσότερα (το σύνολο έντεκα) από τα κείμενα που φιλοξενούνται στο βιβλίο, σκιαγραφώντας με πυκνές γραμμές τα πρόσωπά του και εξασφαλίζοντας τις ενδεδειγμένες ισορροπίες για τη δράση του. Κεντρικό του θέμα, το οποίο επανέρχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από κομμάτι σε κομμάτι, το μαγικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, όπως αποτυπώνεται στον δύσβατο και συνάμα δραματικά αθόρυβο βίο των ηρώων του.
Αγαπημένες ανθρώπινες μορφές, οι οποίες βγαίνουν ξαφνικά στο προσκήνιο από τον άλλο κόσμο, για να κατακλύσουν με την παρουσία τους, σαν να ήταν ζωντανές, τα αισθήματα, απρόσμενες διαφυγές από μια γκρίζα και άχαρη πραγματικότητα, που επαναλαμβάνεται με μονότονους ρυθμούς, μοναχικές διαδρομές στο νυχτερινό περιβάλλον της πόλης, που αυξάνει την απελπισία ή την απόγνωση, καθώς και μεγάλοι, αδικαίωτοι έρωτες που δεν έχουν τόπο να εκτονώσουν το πάθος τους: νά μερικά από τα βασικά μοτίβα του Μίγγα στα καινούρια διηγήματά του, τα οποία συχνά σπάνε το φανερό ρεαλιστικό τους πλαίσιο, για να δημιουργήσουν μια καθαρώς υπερβατική και ποιητική (δίχως, ευτυχώς, ποιητικισμούς) ατμόσφαιρα [...].