Αξίζει να προσέξουμε τον δημοσιογράφο Άρη Αλεξανδρή, καταρχάς για το ύφος που έχει προσδώσει στον αφηγητή του. Ο νεαρός Ιγνάτιος, έφηβος στην αρχή, εικοσάρης και κάτι αργότερα, χρησιμοποιεί μια απλή αφηγηματική γλώσσα, η οποία ωστόσο νοτίζεται από ελαφριά ειρωνεία, νεανική μαγκιά, αφελή αλλά και ειλικρινή, που αποκαλύπτει αλήθειες, σχολιάζοντας τόσο όσα συμβαίνουν γύρω του όσο και αυτά που ο ίδιος σκέφτεται και κάνει· πρόκειται για ένα αυτοειρωνικό γελάκι και μια νεανική τόλμη, χωρίς προκλήσεις κι επιθετικότητα.
Όλη η ζωή του πρωταγωνιστή κινείται –κι αυτό έχει τη σημασία του για την εξέλιξή της– στο «ανάμεσα», στο «περίπου» και στο τραμπάλισμα μεταξύ της μίας κατάστασης και της άλλης, χωρίς να κάθεται η μπίλια ξεκάθαρα στο μαύρο ή στο κόκκινο. Ο πατέρας του είχε μια οικογενειακή επιχείρηση στην Κομοτηνή, τον «Γλυκούλη», που δεν είχε ωστόσο γλυκά, ο ίδιος ο Ιγνάτιος θέλει και δεν θέλει να σπουδάσει, βρίσκει τον εαυτό του στα γήπεδα της δημοσιογραφίας, όχι ακριβώς επειδή αυτό ήταν ανέκαθεν ο στόχος της ζωής του, τα έχει και δεν τα έχει με τη Βιργινία, με την οποία εισβάλλει κρυφά σε ξένα σπίτια και για λίγο ζει μέσα τους, δουλεύει στο «Κουμάντο», εφημερίδα η οποία κάνει κάτι μεταξύ δημοσιογραφίας και κανιβαλισμού, με μότο του αρχισυντάκτη της το «Μια καλή είδηση είναι προτιμότερη από δυο καθαρά χέρια».
Το ύφος που ντύνει την αφήγηση αλλά και η αφήγηση του Ιγνάτιου που εκφράζεται με το συγκεκριμένο ύφος σχολιάζει την ίδια τη δημοσιογραφία στην εποχή του διαδικτύου. Ο δημοσιογράφος, αυτό το υβριδικό είδος, προσπαθεί να συνδυάσει την αλήθεια με την αναγνωσιμότητα ή τη θεαματικότητα, να ερευνήσει αλλά και να κατασκευάσει, να αποκαλύψει αλλά και να καυτηριάσει, να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα για να αποδώσει την όποια πραγματικότητα και ταυτόχρονα να ρίξει αίμα σε μια θάλασσα καρχαριών που παραμονεύουν. Είναι ένα πλάσμα, που, αν δεν είναι αδίστακτο, είναι σημαδούρα την οποία παρασέρνουν οι άνεμοι του ανταγωνισμού, της δημοφιλίας, της αιμοδιψούς έρευνας. Ναι μεν γράφει επώνυμα άρθρα, αλλά συνάμα με ψευδώνυμους λογαριασμούς στο twitter προκαλεί ντόρο, σπιλώνει ζωές, διεξάγει ψευδείς διαλόγους, στήνει σενάρια, αναμοχλεύει πάθη.
Το vivere pericolosamente, ή μάλλον το scrivere pericolosamente, δεν είναι ρίσκο μόνο για τα θύματα της γραφής, όπως τον Υπουργό Παιδείας, αλλά και για τον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο οποίος στην αρχή ενεργοποιείται σαν νάρκη κι έπειτα απενεργοποιείται –αφού έχει κάνει τη δουλειά του, μέσα και έξω από το ηθικό σύστημα που τον οιστρηλάτησε– και τελικά πετάγεται στο περιθώριο.
Ο Άρης Αλεξανδρής χρησιμοποιεί ζεστά υλικά της τρέχουσας επικαιρότητας, από τη σελέμπριτι με τα φρύδια και τα κέντρα ψυχοθεραπείας ώς την ωμοφαγία στα κανάλια, για να αναδείξει το πρόσωπο της «σηπόμενης» δημοσιογραφίας αλλά και της υποκριτικής κοινωνίας. Το θέαμα που γίνεται αίμα, η σπίλωση και η ηθική, η κινούμενη άμμος μεταξύ του ευπρεπούς και του επιτυχούς είναι η ρουλέτα του σύγχρονου Έλληνα.