Ο Εντί Ζιράλ είναι βετεράνος του Μεγάλου Πολέμου, ένας αστυνομικός που κουβαλάει το Σύνδρομο Μετατραυματικού Στρες (PTSD) των χαρακωμάτων του Βερντέν. Έτσι, τη 14η Μαΐου του 1940, τη μέρα που τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αμαχητί το Παρίσι, όταν σε ένα σιδηροδρομικό βαγόνι βρίσκονται τα πτώματα τεσσάρων αντρών που έχουν πεθάνει από ένα χημικό αέριο που χρησιμοποιούνταν στον Πρώτο Πόλεμο, ο Ζιράλ επαναλαμβάνει το αποτρόπαιο τελετουργικό του: παίζει ρώσικη ρουλέτα με μια σφαίρα που κουβαλάει από τα χαρακώματα. Η διοίκηση της Βέρμαχτ θέλει να εξευτελίσει και να αδρανοποιήσει την αστυνομία του Παρισιού, αλλά ο Ζιράλ που είναι πάνω απ’ όλα ένας ευσυνείδητος αστυνομικός, με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει βρίσκει ότι οι νεκροί στο βαγόνι ήταν πρόσφυγες από την Πολωνία. Ο ένας μάλιστα προερχόταν από μια πόλη με το δυσπρόφερτο όνομα Μπίντγκοστς. Εκείνες τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής, αρκετοί Παριζιάνοι έθεταν τέλος στη ζωή τους, μη μπορώντας να ανεχτούν την υποδούλωση της χώρας τους. Ωστόσο, ο άντρας που πηδάει από ένα μπαλκόνι σφίγγοντας στην αγκαλιά του το μικρό του γιο δεν είναι Παριζιάνος. Είναι κι αυτός Πολωνός πρόσφυγας από το Μπίντγκοστς. Η περίεργη αυτή σύμπτωση ενισχύει το πείσμα του Ζιράλ να βρει τους δολοφόνους. Παρότι η γερμανική διοίκηση αναθέτει στον γαλλομαθή ταγματάρχη Χοχστέτερ να συνεργαστεί με την παριζιάνικη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, ο Ζιράλ βρίσκει τρόπους να συνεχίσει τις έρευνές τους – όταν δεν δουλεύει στην πόρτα ενός τζαζ κλαμπ της πόλης, για να ενισχύσει τον πενιχρό μισθό του. Και τα καταφέρνει τελικά, μετά από 500 σελίδες γεμάτες έρευνες, σαρκαστικά σχόλια εις βάρος των Γερμανών και καταβύθιση στο σκοτεινό παρελθόν του. Με αφορμή τους φόνους των Πολωνών, ο συγγραφέας σχολιάζει όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στο κατοχικό Παρίσι, την κυβέρνηση-μαριονέτα του Βισύ, την αδυναμία του τότε κόσμου να φανταστεί τις μεθόδους μαζικής εξόντωσης που εφάρμοζε η Γερμανία.