Υπάρχει φόνος και αστυνομικός που επιδιώκει να τον εξιχνιάσει, άρα το βιβλίο του Τάσου Παπαναστασίου είναι μια αστυνομική ιστορία. Ωστόσο, θα το αδικούσαμε αν το βλέπαμε μόνο ή κυρίως ως αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας φιλοδοξεί να εξιχνιάσει ένα πολύ μεγαλύτερο μυστήριο: Γιατί και πώς οι άνθρωποι γίνονται κακοί; Και ποιος αντέχει να μη γίνει μέρος του κακού, αν αυτό θα τον κρατήσει ζωντανό;
Ο αστυνομικός θα εξιχνιάσει το έγκλημα, αλλά απάντηση δεν θα δοθεί στο μεγάλο μυστήριο. Ούτε θα μπορούσε να δοθεί σε ένα ερώτημα που ταλαιπωρεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο εδώ και αιώνες.
Αυτό που κάνει, και σωστά, ο συγγραφέας είναι να πει ιστορίες και να αφήσει τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω στη φύση του κακού. Ιστορίες ανθρώπινης βαρβαρότητας και ιστορίες ανθρώπινης καλοσύνης. Ακραίες ιστορίες, όμως, σε χρόνια ακροτήτων: Κατοχή, Αντίσταση, Ολοκαύτωμα, Εμφύλιος. Τον βοήθησε η πόλη όπου ζει, η Θεσσαλονίκη, στην οποία κυρίως άκουσε από πρώτο χέρι αφηγήσεις για εκείνα τα δραματικά χρόνια. Στην «πρωτεύουσα της προσφυγιάς» θα ακούσει από τη Μικρασιάτισσα γιαγιά του για το κλειδί του σπιτιού, που η πιο αγαπημένη της φίλη και γειτόνισσα Εβραία τής εμπιστεύτηκε να το φυλάει φεύγοντας για το Άουσβιτς, απ’ όπου ποτέ δεν γύρισε.
Ιστορίες που άκουσε και επαλήθευσε, όπως εκείνη η συγκλονιστική ιστορία στον Εμφύλιο που στρατιώτες του Εθνικού Στρατού φιλοξένησαν στις σκηνές τους στο βουνό, για μια νύχτα, άντρες του Δημοκρατικού Στρατού για να τους προστατεύσουν από τη χιονοθύελλα. Και την επομένη επέστρεψαν στα χαρακώματά τους να συνεχίσουν τον αλληλοσκοτωμό.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει ο αναγνώστης ότι πέρα από τις αφηγήσεις πραγματικών γεγονότων, ο συγγραφέας προετοίμασε και τεκμηρίωσε το υλικό του με συστηματική μελέτη. Δύσκολα θα εξηγήσει, όμως, πώς έφτασε στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, δίχως να το εγκαταλείψει ούτε λεπτό.