Η κρίση που έχει παραλύσει τα δύο τελευταία χρόνια τη χώρα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο η σπλαχνική μαμή που έφερε στον κόσμο το τέταρτο μυθιστόρημά μου. Είχα ξεκινήσει να το γράφω λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, πεπεισμένος πως κάτω από το ντοπαρισμένο ευρωπαϊκό χαμόγελο, με το οποίο είχαμε υποδεχτεί τον 21ο αιώνα, σοβούσε μια κρίση ιδεών και αξιών, μια κρίση που κατέτρωγε σιωπηλά τα ηθικά μας κύτταρα.
Τα παιδιά του Κάιν γράφτηκαν στη διάρκεια της προηγούμενης οκταετίας, και ενώ παρακολουθούσα βήμα προς βήμα την οδυνηρή μετάπτωση από τη συλλογική ευφορία στην εθνική απόγνωση. Δεν είναι προφητικό ασφαλώς, πάντως είναι τουλάχιστον σημαδιακό πως η πλοκή του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από την πτώση ενός άντρα στον γκρεμό και τις απέλπιδες προσπάθειες ανάσυρσης του σώματός του από τη θάλασσα. Αυτόπτες μάρτυρες είναι πέντε παλιοί φίλοι του - μία εκ των οποίων θα ισχυριστεί πως η πτώση του μόνο τυχαία δεν ήταν. Μπροστά στη δυσπιστία, μάλιστα, με την οποία γίνεται δεκτή η μαρτυρία της, θα φτάσει κάποια στιγμή να μιλήσει ακόμα και για φόνο...
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σ' ένα νησί του Ιονίου. Εξι άνθρωποι, που κάποτε υπήρξαν στενοί φίλοι, επιστρέφουν -για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος- στο θέατρο των αλλοτινών καλοκαιρινών τους αποδράσεων, για να ανακαλύψουν πως το ψαροχώρι της εφηβείας τους έχει μεταμορφωθεί σε ακόμη ένα άχαρο τουριστικό θέρετρο (όπου, σημειωτέον, τις ίδιες μέρες φιλοξενείται ένα πανευρωπαϊκό σεμινάριο σεναρίου), μια παραθαλάσσια Βαβέλ, μόνο που τη θέση του βιβλικού πύργου έχει πάρει ένας αναστηλωμένος, ευνουχισμένος ανεμόμυλος, ο οποίος, ω! του θαύματος, ανήκει πλέον σε έναν εξ αυτών. Οι εξόφθαλμες αλλαγές στο σκηνικό επιβάλλουν την αντιπαραβολή με εκείνες τις άλλες, τις πολύ πιο σημαντικές, αν και συχνά αόρατες διά γυμνού οφθαλμού, αλλαγές στο εσωτερικό τοπίο των εμπλεκόμενων προσώπων.
Στα Παιδιά του Κάιν επιχείρησα να αποτυπώσω τις διασταυρούμενες τροχιές έξι προσώπων που η εφηβεία τους ορίστηκε από τον πληθωρικό απόηχο των σίξτις, της χούντας και του Πολυτεχνείου, για να διανύσουν έπειτα την ανέφελη -συγκριτικά- τριακονταετία της Μεταπολίτευσης, παραδομένοι άνευ όρων στις σειρήνες μιας ψευδεπίγραφης -γι' αυτό και ύπουλης- ευημερίας. Απώτερος στόχος μου ήταν να αναδείξω τον υπόγειο, βουβό πόλεμο που -εν καιρώ ειρήνης- διαδραματίστηκε κάτω απ' τη μύτη μας - έναν πόλεμο με θύματα τις αξίες, την αισθητική και την κοινωνική συνοχή.
Ακόμη και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να κρύψω την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου - πολύ πιο άμεση και απτή απ' ό,τι σε προηγούμενα βιβλία μου. Μαζί με το δικό μου, τα βιογραφικά γνωστών και φίλων αποσυναρμολογήθηκαν -άλλοτε εν αγνοία τους, άλλοτε με τη συναίνεσή τους-, για να επανασυγκολληθούν έπειτα κατά το δοκούν, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του μυθοπλαστικού κολάζ. Η προσωπική εμπλοκή με οδήγησε στο να χρησιμοποιήσω για πρώτη φορά τριτοπρόσωπη αφήγηση, ώστε να τηρηθεί στοιχειωδώς κάποια απόσταση από την καύτρα του βιωματικού υλικού. Στην προσπάθειά μου να καλύψω το μεγάλο χρονικό άνοιγμα κατέληξα στη λύση του κατακερματισμού της αφήγησης, της συχνής εναλλαγής της οπτικής γωνίας και του αφηγηματικού χρόνου. Ετσι, Τα παιδιά του Κάιν αποτελούνται από δεκάδες μικρά -συχνά αυτόνομα- κεφάλαια που επιχειρούν, δίκην ψηφίδων, να συνθέσουν το μυθιστορηματικό παζλ.
Τέλος, συνεπαρμένος από την άποψη του Σοπενάουερ, που θέλει τη ζωή μας, κοιταγμένη εκ των υστέρων, να εμφανίζει δομή δραματικής αφήγησης, λες και γράφτηκε από έναν αόρατο συγγραφέα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να σχολιάσω από μέσα την ίδια την αφηγηματική κατασκευή -αξιοποιώντας ακόμη μια ευκαιρία που μου έδινε η διεξαγωγή ενός σεμιναρίου για κινηματογραφικά σενάρια, πέρα, εννοείται, από τη δυνατότητα για άφθονες, ελπίζω και εύγλωττες, κινηματογραφικές αναφορές.
Νίκος Παναγιωτόπουλος