×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ

Η άμυνα του Λούζιν

Vladimir Nabokov
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κλασική
978-618-03-0388-9
360
20/01/2016
Διαθέσιμο
O Λούζιν, εσωστρεφής και μελαγχολικός ως παιδί, στρέφεται στο σκάκι για να αποφύγει την πραγματικότητα. Θα μπορέσει όμως να αντιμετωπίσει τον λαβύρινθο της ζωής;

Περιγραφή βιβλίου

O Λούζιν, εσωστρεφής και μελαγχολικός ως παιδί, στρέφεται στο σκάκι για να αποφύγει την πραγματικότητα. Μεγαλώνοντας, το πρωτοφανές ταλέντο του τον φέρνει στην κορυφή, αλλά το τίμημα είναι βαρύ. Το πάντοτε ικανό για λαμπρούς σκακιστικούς συνδυασμούς μυαλό του αποδεικνύεται τραγικά ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει τον λαβύρινθο της ζωής και είναι αυτό που θα τον οδηγήσει στη συντριβή.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

«Το σκάκι είναι τέχνη ζηλόφθονη. Ζητάει από τους εραστές της απόλυτη πίστη και αφοσίωση. Συχνά ζητάει και κάτι παραπάνω: την ίδια την ύπαρξη του σκακιστή, την αυτοκατάργησή του, την απορρόφηση από τη σκακιέρα-σύντροφο, την εμπλοκή σε ένα παιχνίδι που δεν έχει παρά μόνο ένα αποτέλεσμα: την ήττα. Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ ξέρει καλά αυτή την αυτοχειριακή διαδικασία. Ξέρει ότι όσοι μαγευτούν από τη Σειρήνα, πρέπει να έχουν τη δύναμη ενός Οδυσσέα για να μείνουν νηφάλιοι. Διαφορετικά σταθμεύουν σ’ αυτό το τετράγωνο νησί, όπου μπορεί να μείνουν εγκλωβισμένοι για πάντα. H Άμυνα του Λούζιν είναι διαποτισμένη από αυτές τις αλήθειες, διότι ο Ναμπόκοφ είχε κάποτε μαγευτεί, σε βαθμό που να ταλαιπωρεί για καιρό το μυαλό του με τη σύνθεση ενός σκακιστικού προβλήματος (μερικά προβλήματά του έμειναν κλασικά), από αυτά που διακηρύσσουν στις στήλες των εφημερίδων: “παίζουν τα λευκά και κάνουν ματ σε τρεις κινήσεις”. Ένα σημαντικό σκακιστικό μυθιστόρημα, ένα βιβλίο του 1930 που δεν έχει χάσει ίχνος από τη φρεσκάδα του».


Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα


Πληροφορίες

  • Vladimir Nabokov
  • Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
  • 978-618-03-0388-9
  • 360
  • 20/01/2016
  • 14 x 20,5
  • Μαλακό

Σχόλια

  • avatar
    No Title
    Πέτρος Χ
    σχεδόν 7 χρόνια

    Το βιβλίο αποτελεί περισσότερο ένα εγχειρίδιο της Ψυχιατρικής παρά ένα μυθιστόρημα. Διαβάζεται ωστόσο. Κάποια στιγμή κουράζει τον αμέριμνο αναγνώστη.

Κριτικές...

Διονύσης Μαρίνος,  Fractal, 2/3/2016 
«Μη μου τους πεσσούς τάραττε» 
Αργυρώ Μαντόγλου,  BOOK PRESS, 7/3/2016 
«Ο Λούζιν στη σκακιέρα» 
Εύη Μαλλιαρού,  LIFO, 23/2/2016 
«Η εμμονή του σκακιστή» 
Η «Άμυνα του Λούζιν» γράφτηκε στα ρωσικά για την κοινότητα των εμιγκρέδων του Βερολίνου, όπου ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ είχε καταφύγει με την οικογένειά του το 1919 λόγω της σοβιετικής επανάστασης, πριν ακόμα μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1940. Ο Λούζιν είναι μεγαλοφυής γκραν μετρ του σκακιού, αλλά ταυτόχρονα και ένας νους εγκλωβισμένος στη ρουτίνα σκακιστικών κινήσεων, συνδυασμών και προβλημάτων. Ο εσωστρεφής χαρακτήρας του Λούζιν δημιουργεί διάφορες άμυνες από παιδί για να ξεπεράσει τη μελαγχολία ή την πλήξη, αποτέλεσμα της έλλειψης ουσιαστικής επικοινωνίας με τους γονείς και το σχολείο του. Βρίσκει στο σκάκι έναν τρόπο να αποφεύγει την πραγματικότητα που τον αφήνει πνευματικά και συναισθηματικά ανικανοποίητο. Όμως το ιδιοφυές ύφος του Ναμπόκοφ χαρακτηρίζεται από διάσπαρτες υπόνοιες που δίνουν μιαν άλλη, εντελώς αυτόνομη ή «τυχαία» ώθηση στα γεγονότα της πλοκής. Χωρίς ποτέ να εξακριβώνεται, υπάρχουν κάποια σκοτεινά μυστικά στο υποσυνείδητο του μανιακού σκακιστή Λούζιν: «Ήδη, την προηγούμενη μέρα είχε σκεφτεί ένα ενδιαφέρον τέχνασμα, μια επινόηση με την οποία θα μπορούσε κάπως να αποτρέψει τα σχέδια του μυστηριώδους αντιπάλου του. Και τούτο το τέχνασμα συνίστατο στο να διαπράξει εθελούσια κάποια παράτολμη, παράλογη κι απροσδόκητη ενέργεια που θα ήταν έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια κι έξω από τη συστηματική τάξη της ζωής, επιφέροντας έτσι αναστάτωση και σύγχυση στην ακολουθία των κινήσεων που σχεδίαζε ο αντίπαλός του. Ήταν μια πειραματική άμυνα, μια άμυνα στην τύχη, για να το πούμε έτσι – ο Λούζιν, όμως, που ήταν μέχρι τρέλας τρομοκρατημένος από το αναπόφευκτο της επόμενης αντίπαλης κίνησης, δεν ήταν σε θέση να επινοήσει κάτι καλύτερο» (σελ. 310).   Ο «μυστηριώδης αντίπαλος» δεν αποκαλύπτεται, αλλά γεννιούνται συμβολικές φιγούρες ανθρώπων που ο Ναμπόκοφ τοποθετεί σε καίριες θέσεις-κλειδιά μέσα στον ρου της πλοκής, ώστε να γίνονται οδηγοί στις σκοτεινές διακυμάνσεις του ψυχισμού του ήρωα. Στο γραφείο του πατέρα του, παιδί ακόμα, ο Λούζιν συναντά τον άγνωστο βιολιστή που του εξάπτει την περιέργεια για το σκάκι. Ως ενήλικας, κατά την ανάρρωσή του έπειτα από υπερκόπωση, ο Λούζιν γνωρίζει τον ψυχίατρο που «νανουρίζει» την ένταση της σκέψης του, ώστε να μην παρασυρθεί από την εμμονική προσήλωση στις παρτίδες του διεθνούς τουρνουά σκακιού. Όμως, όχι μόνο στον αόρατο κόσμο του λαβυρινθώδους μυαλού του αλλά και στο ορατό οπτικό πεδίο του Λούζιν, υφίσταται η εναλλαγή φωτός-σκιών, με αναγωγή στα άσπρα μαύρα τετράγωνα της σκακιέρας. Περισσότερο στα όνειρα, ωστόσο, εντείνεται η εναγώνια προσπάθεια του Λούζιν να θυμηθεί υποσυνείδητα τι είναι αυτό που έχει συμβεί και τον εμπλέκει σε μια σκοτεινή υπόθεση του παρελθόντος του.  Η μεφιστοφελική φιγούρα του προπονητή Βαλεντίνοφ ή «σκακιστικού πατέρα» του Λούζιν, μια τρίτη προέκταση του δαιμονικού βιολιστή και του ύπουλου ψυχιάτρου, κρατάει την αλήθεια του Λούζιν στα χέρια του: την προσωπική ενοχή του για κάτι που έπραξε παλιά και καταφέρνει να ξαναθυμηθεί κοντά στο τραγικό του τέλος, συν την ενοχή του πατέρα του, την οποία δεν συνειδητοποιούσε ποτέ αλλά μόνο διαισθανόταν, καθώς από μικρός είχε φυλακίσει το υποσυνείδητό του στους ορθολογικούς, ορθογώνιους άξονες-συντεταγμένες του σκακιστικού πεπρωμένου. Στην «Άμυνα του Λούζιν» εμφανίζονται λεπτομερειακές περιγραφές ονείρων με πιόνια και σκακιστικούς συνδυασμούς που φέρνουν στον νου τις έντονες αυξομειώσεις της προοπτικής στην έβδομη τέχνη, όπως, για παράδειγμα, στο ψυχολογικό θρίλερ του Χίτσκοκ «Spellbound», με τα υπερρεαλιστικά σκηνικά του Σαλβαντόρ Νταλί να αναπαριστούν τις αλλοιώσεις του ονείρου. Ο Ναμπόκοφ το καταφέρνει αυτό ευρηματικά με τον λόγο.
 
Πατριάρχης Φώτιος,  www.in2life.gr, 1/3/2016 
«Μυθιστόρημα... ρουά ματ» 
Χρύσα Σπυροπούλου,  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5/3/2016 
«Όταν η ζωή γίνεται παιχνίδι» 
Γιάννης Αντωνιάδης,  www.culturenow.gr, 31/3/2016 
Μαρία Μερτίκα,  «Όταν η ζωή του ήρωα μετατρέπεται σε μια παρτίδα σκάκι με ένα τέλος απροσδόκητο», www.lavart.gr, 6/5/2016 
Ελένη Γκίκα,  ΕΘΝΟΣ, 25/5/2016 
Κατερίνα Ασημακοπούλου,  «Η ημιτελής παρτίδα», Ο Αναγνώστης, 23/6/2016 
Αντώνης Ν. Φράγκος,  Το Περιοδικό, www.toperiodiko.gr, 8/10/2016 
Oι όποιες συστάσεις είναι περιττές για τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ που γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη και εγκατέλειψε τη χώρα οικογενειακώς όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία. Με σπουδές Γαλλικής και Ρώσικης λογοτεχνίας στο Κέιμπριτζ, εγκαθίσταται το 1922 στο Βερολίνο για να καταφύγει –με τη γυναίκα του και το παιδί του– στο Παρίσι, όταν το 1938 το ναζιστικό καθεστώς εμφάνισε ανοιχτά το αληθινό του πρόσωπο. Δυο χρόνια αργότερα με την προέλαση του Χίτλερ ξενιτεύεται στις ΗΠΑ όπου διδάσκει λογοτεχνία σε φημισμένα πανεπιστήμια και επιδίδεται στη συγγραφή σπουδαίων έργων. «Η Άμυνα του Λούζιν» –σε θεσπέσια μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη–, γραμμένη στο Βερολίνο στα 1930, αναφέρεται στην περίπτωση του ανθρώπου που μαγεύτηκε από τη σκακιστική τέχνη και έχασε το μυαλό του.
Όντας μελαγχολικό παιδί στα όρια της κατάθλιψης, με σκληρό, δεσποτικό, πατέρα που αδυνατεί όπως και η μητέρα του να νιώσει την ψυχοσύνθεση του γιου, καθώς τον αναγκάζει να πάει εσωτερικός σε κάποιο συντηρητικό σχολικό ίδρυμα. Εκεί γίνεται περίγελος των συμμαθητών του και κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Η εμιγκράτσια της οικογένειας στο Βερολίνο ανοίγει στον νεαρό Λούζιν νέους ορίζοντες ενδιαφερόντων και με την προτροπή του δασκάλου του στο σκάκι Βαλεντίνοφ, το πάθος του με τα ασπρόμαυρα τετράγωνα αποκτά επαγγελματικές διαστάσεις. Ο τελευταίος γίνεται μάνατζέρ του και τον χειρίζεται σαν άλογο κούρσας αδιαφορώντας για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του παίκτη που όλο και πληθαίνουν.
Είναι σαφές πως ο Ναμπόκοφ μεταφέρει στο χαρτί τις δικές του εμμονές που είχε με το εν λόγω παιγνίδι – για το άθλημα αυτό αναφέρεται και στην «Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» (1941). Ο συγγραφέας σκανάρει λεπτομερώς τη χαρακτηροδομή του ήρωά του, τον ακολουθεί από κοντά στις δολιχοδρομήσεις της σκέψης και στις συναισθηματικές του εκρήξεις. Εκεί που ο Ρώσος συγγραφέας μεγαλουργεί είναι οι περιγραφές των αντιδράσεων του Λούζιν, η αντίπραξή του απέναντι στην κυνική πραγματικότητα, ο παραλογισμός που εισχωρεί όλο και περισσότερο στο μυαλό του. Ενώ, λοιπόν, αναδεικνύεται ικανότατος σκακιστής, δεν δύναται να αντεπεξέλθει στις καθημερινές συνδιαλλαγές του. Ζει για το παιγνίδι, αν και, όταν φθάνει η κρίσιμη στιγμή μιας διεθνούς εμβέλειας παρτίδας, μπλοκάρει παντελώς δείχνοντας λιγοψυχία καθόσον οι ήττες και οι ισοπαλίες τον αποδιοργανώνουν εντελώς. Και εκεί που οφείλει να δείξει αποφασιστικότητα και ψυχραιμία, τα τινάζει όλα στον αέρα και αποχωρεί.
Σκέτο ράκος, παρεμβαίνει η τύποις σύζυγός του για να αναλάβει την προστασία του. Είναι εκείνη και το οικογενειακό της περιβάλλον που θέτουν αδιαπέραστους φραγμούς στην αρρώστια του Λούζιν με τα ασπρόμαυρα στρατιωτάκια, εκείνη που τον αστυνομεύει νύχτα και ημέρα ώστε να μένει μακριά από τη σκακιέρα. Αλλά καθώς η σκέψη παραμένει ελεύθερη, ο ήρωας συνεχώς δουλεύει στο κεφάλι του διάφορες στρατηγικές, έχοντας πάντοτε βαθιά στην τσέπη σακακιού του ένα λιλιπούτειο σκάκι. Προϊόντος του χρόνου φαντασιώσεις και πραγματικότητα συγχέονται αδιαχώριστα, το παράλογο υπερβαίνει τη λογική και η μνήμη παίζει παράξενα παιγνίδια, ενώ ο γύρω χώρος αλλοιώνεται, «Μόνο το τικ τακ του ρολογιού στο κομοδίνο αποδείκνυε ότι ο χρόνος συνέχιζε να υπάρχει… ώσπου τινάχτηκε λιγάκι όταν πρόσεξε ότι το τικ τακ είχε σταματήσει. Του φαινόταν ότι η νύχτα είχε για πάντα σταματήσει μιας και δεν υπήρχε ούτε ένας ήχος που να δείχνει πως προχωρούσε. Ο χρόνος ήταν νεκρός, κι όλα ήταν εντάξει, μια βελούδινη σιγαλιά… αλλά τώρα στον ύπνο δεν υπήρχε καθόλου ξεκούραση, γιατί ο ύπνος αποτελούνταν από εξήντα τέσσερα τετράγωνα, από μια γιγάντια σκακιέρα, στη μέση της οποίας στεκόταν ο Λούζιν τρέμοντας, ολόγυμνος, στο μέγεθος του πιονιού, και κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα τις συγκεχυμένες θέσεις των τεράστιων μεγάλων πεσσών με τα στέμματα και τις χαίτες». Είναι η παράνοια του παίκτη που κορυφώνεται σε παραλήρημα και τον οδηγεί, στο τέλος, προς στον όλεθρο.