Το λεύκωμα του Αλέξη Δημαρά και της Βάσως Βασιλού-Παπαγεωργίου, σε συνεργασία με το ΕΛΙΑ, επιχειρεί επιτυχώς μια σύνθετη, πανοραμική περιήγηση, στην κατεξοχήν περιπετειώδη ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, από την περίοδο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους μέχρι και το τέλος του 20ού αιώνα. […]
Κατά την περίοδο της αναζήτησης του εικαστικού και λεκτικού υλικού, αποκαλυπτικού τόσο των κεντρικών διακυβευμάτων και ρυθμίσεων της κάθε περιόδου όσο και των προαναφερθεισών συμπληρωματικών «λεπτομερειών», αξιοποιήθηκε μέγα πλήθος αρχειακών και φωτογραφικών πηγών, μέσα από την παράθεση των οποίων ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τόσο τη δύσκολη περίοδο της γέννησης της ελληνικής εκπαίδευσης –σε πορεία παράλληλη με τη συγκρότηση των λοιπών δομών και θεσμών του νεοσβύστατου κράτους- όσο και αυτές που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια των δεκαεπτά δεκαετιών: οι τελευταίες συνιστούν τις μακροχρόνιες φάσεις της ενηλικίωσης και της (όποιας) ωρίμανσή της – μέσα από αντιφάσεις, ανακολουθίες και οξύτατες κοινωνικοπολιτικές αντιπαραθέσεις στο πέρασμα των χρόνων.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας περιλήφθηκαν στη συλλογή όχι μόνο φωτογραφίες (προσώπων, σκηνών ή αντικειμένων) αλλά και μεγάλος αριθμός αντιπροσωπευτικών κειμένων και εικόνων επιλεγμένων από εφημερίδες, βιβλία, προκηρύξεις, φυλλάδια, αφίσες και λοιπά ντοκουμέντα της εποχής, πολλά εξ αυτών ανέκδοτα, και στην πλειονότητά τους αθησαύριστα. Όλα αυτά, μαζί με τα κυρίως κείμενα και τις κατατοπιστικές λεζάντες του τόμου, συναποτελούν ένα ενδιαφέρον παζλ, σκοπός του οποίου δεν είναι η αυτόνομη, κατατετμημένη πληροφόρηση, για τα επιμέρους φαινόμενα και γεγονότα, αλλά η συνδυαστική παράθεσή τους μέσα στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, το οποίο έτσι κι αλλιώς καθορίζει εξ ορισμού τους όρους, τα όρια και το εκάστοτε περιεχόμενο των όποιων θεσμικών διεργασιών, στην εκπαίδευση και όχι μόνο.
Αυτό το οποίο επιδιώκει –και επιτυγχάνει κατά τη γνώμη μου- ο παρών τόμος, είναι αυτό που εξαρχής αποτέλεσε τη διακηρυγμένη πρόθεση των συγγραφέων του: όχι να υποκαταστήσει ή να εμφανιστεί ότι υποκαθιστά τη «μεγάλη ιστορία», αλλά να λειτουργήσει παραπληρωματικά προς αυτήν. Στην καθαρή αυτή επιλογή οφείλονται, άλλωστε, το αποτελεσματικό δέσιμο των ανόμοιων από την άποψη του είδους και της βαρύτητας στοιχείων και αφετέρου η αποτελεσματική αποφυγή της διολίσθησης σε πομπώδεις –και εντελώς αναντίστοιχες με την ειδολογική κατηγοριοποίηση του έργου- απόπειρες πλήρους ιστορικής ερμηνείας των παρατιθέμενων περιόδων της εκπαίδευσης. […]
Οι συγγραφείς κατάφεραν να παραδώσουν ένα καλοδουλεμένο εργαλείο περιήγησης στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, χρήσιμο και κατατοπιστικό, όχι μόνο στους μελετητές ή τους άμεσα εμπλεκόμενους στους θεσμούς της, αλλά και σε κάθε άλλον ενδιαφερόμενο.