×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
AUDIO
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ
POCKET

Απόψε δεν έχουμε φίλους (Pocket)

Σοφία Νικολαΐδου
Πεζογραφία
978-618-03-1420-5
256
14/06/2018
Διαθέσιμο
Ένα μυθιστόρημα για τρεις γενιές Ελλήνων που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της.

Περιγραφή βιβλίου

Δεκέµβριος 2008: Πορείες και συνθήµατα. Μια µεγάλη φωτιά σε µια µεγάλη σχολή. Και µια φράση που εκτοξεύεται µε δύναµη: Απόψε δεν έχουµε φίλους.

Οκτώβριος 1981-1989: Ένας ανυποψίαστος –µα αποφασισµένος– ιστορικός ερευνά το απαγορευµένο θέµα των δωσίλογων και τις γερµανοφασιστικές οργανώσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Από παντού, πέφτουν να τον φάνε.

1934-1944: Ναζιστική Γερµανία, κατεχόµενη Θεσσαλονίκη. Εβραίοι, Έλληνες, Γερµανοί. Μαυραγορίτες, κατηχητικά, φυλακές και συσσίτια. Προδότες και πατριώτες.

Ένα µυθιστόρηµα για τρεις γενιές Ελλήνων που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της. Γονείς και παιδιά, φοιτητές, µαθητές, πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι, µπακάληδες και αλάνια, γιαγιάδες και υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ουδετερόφιλοι µαθαίνουν µια και καλή πως πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίµα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά.
Ποια είναι η σωστή και ποια η λάθος απόφαση, όταν ο κόσµος γύρω καίγεται;
Πώς τσακίζεται η θεωρία στην πράξη;
Και ποιος µας βεβαίωσε, παρακαλώ, πως αυτή η χώρα ποτέ δεν πεθαίνει;

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΔΥΝΑΤΟ ΣΑΝ ΣΥΝΘΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Πληροφορίες

  • Σοφία Νικολαΐδου
  • 978-618-03-1420-5
  • 256
  • 14/06/2018
  • 12 x 16,7
  • Μαλακό

Σχόλια

Κριτικές...

Σοφία-Μαρία Παλόγλου, ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010

Με λόγο που μαγνητίζει τον αναγνώστη και με τη διεισδυτική της ματιά, η κα Σοφία Νικολαΐδου εκτελεί αριστοτεχνικά μια ακτινογραφία της νεοελληνικής πραγματικότητας προκαλώντας μας να είμαστε επιτέλους ειλικρινείς με τον εαυτό μας.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο), 17-18/4/2010
…μας βεβαιώνουν οι νεκροθάφτες της!

Με το Απόψε δεν έχουμε φίλους η από καιρό αναμενόμενη λογοτεχνική ενηλικίωση της Σοφίας Νικολαΐδου είναι επιτέλους γεγονός. Την περιμέναμε με αδημονία κι εντεινόμενη ανησυχία για την καθυστέρησή της, επειδή η Νικολαΐδου είχε δείξει από το ξεκίνημά της ότι είναι μια από τις πιο προικισμένες, τις πιο πολύτροπα ευαίσθητες φωνές στη νεότερη πεζογραφία μας και είχαμε βάλει ψηλά, ίσως υπερβολικά ψηλά, τον πήχη για τις επόμενες προσπάθειές της. […]
Σ’ ένα σχετικά μικρής έκτασης μυθιστόρημα, όπως είναι το Απόψε δεν έχουμε φίλους, η Νικολαΐδου, με ζηλευτή οικονομία έκφρασης (κάτι πολύ σπάνιο στα μυθιστορήματα που βγαίνουν στη χώρα μας), κατορθώνει μια δύσκολη αφηγηματική σύνθεση, η οποία καλύπτει χρονικά μισόν αιώνα νεότερης ελληνικής Ιστορίας, μοιράζει την προσοχή της σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικών γενεών και συμπλέκει με πειστικό τρόπο τις τύχες τους σ’ έναν μύθο-σχόλιο για τις σχέσεις Ιστορίας, πολιτικής ταυτότητας και προσωπικού ήθους στην ειδική περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας. 
Αναλυτικότερα, η Νικολαΐδου πετυχαίνει σ’ αυτό το μυθιστόρημα τρία πράγματα: α) να στήσει ζωντανούς, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με φωτοσκιάσεις, αντιφάσεις και απρόβλεπτη δυναμική της συμπεριφοράς∙ β) να παρουσιάσει τρεις διαδοχικές γενιές ανθρώπων όχι με τον συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις ιδεοτυπικό τρόπο (όπου κάθε γενιά περιγράφεται ως δέσμια της προηγούμενης, είτε αναλαμβάνοντας να εξοφλήσει τους λογαριασμούς εκείνης είτε μετακινούμενη από οργή ή ενοχές στον αντίποδά της) αλλά αναδεικνύοντας πολύπλοκες και συχνά αναπάντεχες οργανικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους, τα οποία (άλλη μια διαφορά από την πεπατημένη) έχουν ολοκληρωμένη ατομικότητα∙ γ) να συνοψίσει την ελληνική περιπέτεια (προπαντός την περιπέτεια των συνειδήσεων) από την Κατοχή ως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διαλέγοντας ως παραδειγματική περίπτωση τις διεργασίες εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας της Θεσσαλονίκης το ίδιο διάστημα. […]
Η Νικολαΐδου, με το νευρώδες, σπιντάτο ύφος που τη χαρακτήριζε και στα προηγούμενα βιβλία της (αλλά εδώ ωριμότερο, απαλλαγμένο από τους σποραδικούς ακκισμούς), εκθέτει φαινομενικά ουδέτερα τη συμπεριφορά των ηρώων της, σεβόμενη απόλυτα την υποκειμενικότητά τους.

Ελισάβετ Κοτζιά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 20/6/2010
Κατοχή και Εμφύλιος

Στο πέμπτο μυθιστόρημά της, η Σοφία Νικολαΐδου τόλμησε να αντικρίσει κατάματα την πραγματικότητα των ημερών μας, μπόρεσε να αντέξει όσα στοιχεία παραλογισμού βιώσαμε από τη μεταπολίτευση και μετά. Κι επιπλέον κατόρθωσε να καταπιαστεί με το άγος της Κατοχής, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου – όχι σαν ένα σοβαρότατο τραύμα του παρελθόντος, αλλά σαν μια πληγή την οποία ζούμε μέχρι σήμερα με έναν τρόπο πολύ οδυνηρό.
Το Απόψε δεν έχουμε φίλους είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα Ελλήνων, Εβραίων και Γερμανών. Είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε πολλούς χώρους – φυλακές, αμφιθέατρα, βιβλιοθήκες, συσσίτια και κατηχητικά.

Είναι ένα πεζογράφημα γεμάτο ισχυρά συναισθήματα – πάθη, γενναιοδωρία, αυτοθυσία και μικρόψυχους υπολογισμούς. Η ιστορία ξεκινά από τη βραδιά των πανελλήνιων καταστροφικών εμπρησμών του 2008, εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη και αποτελείται από οκτώ ανισομερή κεφάλαια που κινούνται πότε στο απώτερο παρελθόν και πότε στο μεταδικτατορικό παρόν. Επτά από τους ήρωές του βρίσκονται μέσα ή στις παρυφές του ελληνικού πανεπιστημίου. Κι έτσι όπως αποδεικνύεται πως το Ίδρυμα αδυνατεί να συγκρατήσει στους κόλπους του τα υγιή ακαδημαϊκά στοιχεία, μετατρέπεται σε τόπο συμβολικό, σε χώρο δοκιμασίας, σε ένα πεδίο ανάπτυξης διαφορετικών ανθρώπινων ηθών και ταυτόχρονα σε μια μυθοπλαστική μετωνυμία της σημερινής ελληνικής αποτυχίας, σε ένα ισοδύναμο της Ελλάδας εκείνης που μπροστά στο χείλος του γκρεμού αμφιταλαντεύεται κάτω από το δυσβάστακτο βάρος της πνευματικής της ανεπάρκειας και της ηθικής της διαφθοράς.

Κώστας Μποτόπουλος, ΔΙΑΒΑΖΩ, Ιούνιος 2010
Αίσθηση

[…] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τελευταίο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, το Απόψε δεν έχουμε φίλους, της βγήκε – όπως δεν υπάρχει αμφιβολία και ότι ξέρει ότι της βγήκε. Χάρις στην ανεπαίσθητη αλχημεία της γραφής, αυτό το βιβλίο έχει όλα τα χαρακτηριστικά της –μπιτ και μποπ, στουρμ ουντ ντρανγκ, πανεπιστήμιο και πεζοδρόμιο- κι ωστόσο τα ξεπερνά. Είναι ολοκληρωμένο μέσα στις ατέλειές του. Λέει την ιστορία του και μας αφήνει χώρο να την πούμε κι εμείς. Διαβάζεται με χαμόγελο και με πόνο. Είναι απολύτως προσωπικό, απολύτως ελληνικό, απολύτως συγκεκριμένο και συγχρόνως δημιουργεί –με απλά υλικά, αποφεύγοντας την εκζήτηση […]- μια αίσθηση κοινότητας. Παρέας (έτσι εξηγώ ίσως τον τίτλο) […].
Είναι ένα μυθιστόρημα έρευνας (ιστορικής, κοινωνιολογικής, πολιτικής), αλλά κυρίως ενστίκτου. Αποπνέει μια αγωνία και μια έγνοια για τη δημόσια Ελλάδα –σπάνια πράγματα, τον καιρό της απόλυτης πολιτικής μας έκπτωσης. Έχει ως επίκεντρο, ίσως περισσότερο ως πρόσχημα, τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και ειδικότερα ένα σκοτεινό και θαμμένο στο συλλογικό ασυνείδητο –αλλά τόσο χαρακτηριστικό- επεισόδιό της: την Κατοχή και τον δωσιλογισμό. Κατά τα πρώτα χρόνια της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, μερικές χιλιετηρίδες πίσω, ένας περίεργος, μονήρης και μαζί φιλόδοξος φοιτητής εκπονεί, υπό την επίβλεψη ενός περίεργου, γοητευτικού και μαζί καιροσκόπου καθηγητή, μια διδακτορική διατριβή για όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Η ζωή του πανεπιστημίου με τις ίντριγκές της (που προφανώς η συγγραφέας γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά, αλλά τις αντιμετωπίζει με μειδίαμα και όχι με σηκωμένο φρύδι), η ζωή της πόλης, της Θεσσαλονίκης (ακόμα πιο βιωμένη, ακόμα πιο απομυθοποιημένη), η ζωή της κατοχικής και της πρωτοπασοκικής Ελλάδας, κυρίως η ζωή πραγματικών ανθρώπων, με σάρκα και οστά (κυρίως σάρκα, αλλά και κάποια οστά στα νεκροτομεία της συλλογικής λήθης), συμπλέκονται και στριφογυρίζουν. Φλας μπακ, ιστορικά και οικογενειακά επεισόδια, στοιχεία κάμπους νόβελ α λα γκρέκα, αναδίφηση αρχείων και ψυχών. Ένας ανεμοστρόβιλος που, με κάποιον τρόπο, δημιουργεί τάξη και όχι αταξία. Και μια πολιτική, με την πιο συγγραφική έννοια του όρου, συνείδηση: δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, η ιστορία ενός λαού είναι η ιστορία όχι των πολιτικών του αλλά και των παθών του […].
Τη μέρα των φετινών βραβείων του Διαβάζω είμαι έτοιμος να στοιχηματίσω για το ποιος θα κερδίσει του χρόνου. Κι ας μη μου βγει.

Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, ΔΙΑΒΑΖΩ, Ιούνιος 2010
Από τους δρόμους της ιστορίας… στα έδρανα της ιστοριογραφίας

Το κείμενο της θεσσαλονικιάς πεζογράφου αντέχει σε πολλές αναγνώσεις. Διαβάζεται ως πανεπιστημιακό μυθιστόρημα διαχρονικής εμβέλειας, μπορεί να ιδωθεί ως μεταμοντέρνα ιστοριογραφική μυθοπλασία, περιέχει έντονες δόσεις  πολιτικής λογοτεχνίας που ξαναερμηνεύει την κατοχική πόλωση αλλά και τα μεταπολιτευτικά στερεότυπα. […] Η Σοφία Νικολαΐδου κατόρθωσε να γράψει ένα πολυεπίπεδο λογοτέχνημα, ένα μωσαϊκό προσώπων, αντιστικτικά παρουσιασμένων, ένα παζλ από ήρωες, αντιήρωες και αρνητικούς ήρωες, που χαρακτηρίζουν τη μεταπολεμική Ελλάδα.

Κώστας Κατσουλάρης, BOOK PRESS, Ιούλιος-Αύγουστος 2010

Τρεις κομβικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας επιχειρεί να ενώσει η Σοφία Νικολαΐδου σε αυτό το τολμηρό και γραμμένο με μπρίο μυθιστόρημα, με το οποίο φέρνει στο φως σκοτεινές πλευρές του εθνικού μας βίου, όπως ο δωσιλογισμός. Εντούτοις, η Νικολαΐδου πηγαίνει την υπόθεσή της ακόμη μακρύτερα, συνδέοντας τις εθνικές μας αποσιωπήσεις με την ευρύτερη παθολογία του δημόσιου βίου μας, έως και τα νεολαιίστικα ξεσπάσματα, όπως εκείνα του Δεκέμβρη του 2008. Τα προτερήματα του μυθιστορήματός της, έναντι άλλων με παρόμοια θεματολογία, είναι η σταθερά υψηλή λογοτεχνική ένταση και η ανεπιτήδευτα φρέσκια ματιά.

Γιόλα Αργυροπούλου, ΤΗΛΕΡΑΜΑ, 7/8/2010

Ένα μυθιστόρημα στο οποίο η συγγραφέας από τη μία δένει εντέχνως την ιστορία με την πολιτική, χωρίς να κουράζει στο ελάχιστον ακόμα και τον αναγνώστη που δεν γοητεύεται από αμφότερες ή από καθεμιά χωριστά, ενώ από την άλλη, με έναν ευφυή τρόπο, σχεδόν «ανατομικό», αποτυπώνει τις εκρηκτικές αντιθέσεις και αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και ψυχής. […] Ένα βιβλίο για τα… τραύματα του παρελθόντος, συλλογικού και ατομικού, για τις τύψεις και τη χαρά της ζωής, για τον αγώνα, που άλλοτε δικαιώνεται και άλλοτε όχι, για τις εμμονές και τις προκαταλήψεις, για το προσκήνιο και το… παρασκήνιο, για τους ήρωες και τις μαριονέτες, για τους αθώους και τους ενόχους, για το σωστό και το λάθος, για τη θεωρία, την πράξη και την… απόστασή τους. Και κυρίως για τούτη τη χώρα, που ματώνει και σαν σκυλί γλείφει τις πληγές της και τις ξεχνάει με την πρώτη μυρωδιά φαγητού. Ναι. Αυτό το βιβλίο θα το κάνετε φίλο.

Χρίστος Παπαγεωργίου, INDEX, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2010

Η Σοφία Νικολαΐδου στο παρόν μυθιστόρημα διαχειρίζεται την επίσημη Ιστορία ως όχημα προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια δύο σοβαρότατες παραμέτρους που χαρακτήρισαν τον νεότερο βίο των Ελλήνων: Αφενός τους δοσίλογους της Κατοχής, αφετέρου την πέρα από κάθε αμφιβολία παρανοϊκή πίστη στην πανεπιστημιακή καριέρα.
Η προσπάθειά της, μέσα στα πλαίσια της λογοτεχνικής πρακτικής, κρίνεται άκρως πετυχημένη. Διότι –και παρά το γεγονός ότι από χρονική άποψη είναι ακόμη όλα νωπά-, με κινήσεις γραφής που μοιάζουν αριστοτεχνικές, συνδέει ήρωες που έζησαν σε διαφορετικές εποχές, που ανακρίνονται προκειμένου ο καθένας απ’ τη μεριά του να ολοκληρώσει το δικό του έργο, που αποκαλύπτουν πράγματα και πεπραγμένα τόσο έντονα και ρεαλιστικά όσο απάνθρωπα και σκοτεινά.
Η Νικολαΐδου δείχνει να έχει πλήρη διαύγεια σκέψης, φανερώνει μια δημιουργό με μεγάλη εποπτεία των υλικών της, παρουσιάζει μια τεράστια μαστοριά στη σύνθεση και τη δόμηση. Καθώς από τη μία ο Αστερίου, ο Σουκιούρογλου, ο Ντόκας, η Φανή, ο Στράτος, η αδελφή του και η γιαγιά Ντίνα και από την άλλη ο Εξάγγελος, ο Ασμάς, ο Σκίρπας και όλο το φασιστοειδές πανεπιστημιακό κατεστημένο της περιόδου της γερμανικής κατοχής παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου με εκπληκτική διακειμενικότητα και πρωτοφανή ευκρίνεια, έτσι ώστε όταν όλα ιδεολογικοποιούνται, οι ρίζες μιας τέτοιας πρόθεσης να είναι κάτι παραπάνω από πραγματικές. Γιατί, αλήθεια, συνδεόμενες οι δύο συνισταμένες αποδεικνύουν πως ακόμα και η μόρφωση και η παιδεία, πέρα από τον πόλεμο, την οικονομία και την πολιτική, εκείνη την περίοδο, ήταν στα χέρια γερμανοθρεμμένων καθηγητών, που ποδηγέτησαν τα νιάτα προς τις ναζιστικές θηριωδίες∙ ενώ και στη συνέχεια το Πανεπιστήμιο βρέθηκε στα χέρια ανθρώπων που δεν άντεχαν κάποιος να τους ξεπεράσει, κάποιος να βρεθεί καλύτερός τους. […]
Η Νικολαΐδου δεν φείδεται εικόνων, στιγμιότυπων, σκηνών, επεισοδίων, προκειμένου, παρά τον ισοπεδωτικό τρόπο εκφοράς, αν χρωματίσει το έργο της, να του δώσει τις απαραίτητες αναπνοές, να γυρίσει χρονικά το μέσα έξω και αντίστροφα, να πλουτίσει συναισθηματικά και αισθητικά με ό,τι πολύτροπο στοιχείο διαθέτει την αγωνία της. Ενώ εν κατακλείδει, κάθε αναφορά που στόχο έχει να ξεσκεπάσει το παρελθόν, να απογυμνώσει τους πρωταγωνιστές, να καταγγείλει τις πράξεις, να ιστορήσει τα διαδραματιζόμενα, να συνδέσει τις χρονικές περιόδους, είναι τόσο εξωστρεφής που το μυθιστόρημα παίρνει χαρακτήρα πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου, αλλά και δραματικής πομπής στην οποία συμμετέχουν μόνον ανθρωποειδή και υποκείμενα του υποκόσμου. Ο τρόπος δηλαδή που κάποιος φανερώνει την ιδεολογία του είναι τόσο προσωπικός που οποιαδήποτε προσπάθεια φίμωσής του, έστω και με τη βία των λέξεων, γυρίζει μπούμερανγκ, διαλύοντας ακόμα και την πλέον μεθοδευμένη έκφραση γνώσης.

Τζένη Παυλίδου, PARALLAXI, Ιανουάριος 2011

Το Απόψε δεν έχουμε φίλους, μια μυθοπλαστική αποτύπωση της παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας που διατρέχει τρεις γενιές Ελλήνων και 74 χρόνια Ιστορίας –από την κατοχική Ελλάδα και τη δεκαετία του ’80 έως τον Δεκέμβριο του 2008-, αναμετριέται με δύσκολες αλήθειες, ακουμπάει πληγές και σκοτεινές καταστάσεις της μεγάλης Ιστορίας, μεταφράζοντας χωρίς αυταπάτες τις ωδίνες της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και όσων συναντήθηκαν μαζί της σε μία ανάγλυφη αφήγηση υψηλής λογοτεχνικής αξίας, με σπάνια οικονομία έκφρασης, ολοζώντανους χαρακτήρες και λέξεις-πρόκες που σφυρηλατούν μια αξέχαστη αναγνωστική εμπειρία.