Πάνω στην μπάρα και με τη βοήθεια του «ευσπλαχνικού αλκοόλ», κατά τον Καβάφη, οι γλώσσες λύνονται και οι ιστορίες μοιάζουν να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, γι’ αυτό έχει δίκιο ο Μίχος που στήνει εκεί το ιδανικό του ντεκόρ. Στον τόπο όπου «όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες», όπως επέβαλε η φράση του αγαπημένου του Χρήστου Βακαλόπουλου, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια σειρά από αφηγήματα που σίγουρα έρχονται να προστεθούν στον μύθο της δικής μας αθηναϊκής μυθογραφίας, και όχι μόνο. Πρόκειται για διηγήματα που σχετίζονται άμεσα με την μπάρα ενός περιώνυμου, εγγεγραμμένου πλέον στο αθηναϊκό ασυνείδητο κεντρικού μπαρ της πόλης, που αποκαλύπτουν το εύρος της φαντασίας ενός συγγραφέα, ο οποίος πάντοτε βουτούσε τις ιστορίες του στα δικά του αυτοβιογραφικά δεδομένα. Απόλυτα βιωμένη, κάθε του λέξη κρύβει την αλήθεια της έξαρσης και τη βαθιά αγάπη για τη ζωντανή αφήγηση και γραφή. Μια συλλογή διηγημάτων που έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από ωραία βιβλία που μας έχει χαρίσει ο συγγραφέας και μία από τις καλύτερες πένες της γενιάς του.