×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
10%
ΒΙΒΛΙΟ

Υπόσχεση γάμου

10%
ΒΙΒΛΙΟ

Υπόσχεση γάμου

Γιώργος Συμπάρδης
Πεζογραφία
978-960-501-146-8
488
04/04/2011
Διαθέσιμο
ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 2012 (Ίδρυμα Ουράνη)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2012
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡ. ΚΛΕΨΥΔΡΑ 2012

Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.

Περιγραφή βιβλίου

ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 2012 (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2012
ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡ.
ΚΛΕΨΥΔΡΑ 2012

Ένας σαρανταδυάχρονος άντρας και τέσσερις γυναίκες στην ίδια περίπου με εκείνον ηλικία: Ο Ζαχαρίας που πολύ αγαπάει τις γυναίκες και αναζητάει την κατάλληλη για να παντρευτεί και γύρω του η Αλέκα, η Όλγα, η Βιβή και η Ματίνα. Με τις δύο απ’ αυτές φλερτάρει, με την τρίτη συνδέεται, με την τέταρτη έχει αρραβωνιαστεί τρεις φορές.
Σε δεύτερο πλάνο ο μικρόκοσμός τους: Οι σύζυγοι και τα παιδιά της Αλέκας και της Όλγας, δυο γέροι άντρες που γραπώνονται από τον νεότερο Ζαχαρία κι η οικογένεια κι οι παράλληλοι έρωτες της Βιβής.
Τόπος η Αθήνα και οι νότιες συνοικίες της. Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Φάληρο.
Χρόνος το σήμερα και έξι μήνες από τη ζωή και τα ασήμαντα και σημαντικά πάθη καθημερινών ανθρώπων.
Ένας «τέλειος» γάμος, ένας δεύτερος σε διάλυση, ένας άλλος σε διαρκή εκκρεμότητα και ταυτόχρονα μια από ψυχής υπόσχεση γάμου.

Πληροφορίες

  • Γιώργος Συμπάρδης
  • 978-960-501-146-8
  • 488
  • 04/04/2011
  • 14 x 20,5
  • Μαλακό

Σχόλια

Κριτικές...

Μικέλα Χαρτουλάρη, ΤΑ ΝΕΑ / "Βιβλιοδρόμιο", 16.4.2011 
Η απομυθοποιητική ματιά του Συμπάρδη 
Nίκος Γ. Ξυδάκης, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.4.2011 
Τόσο πεζή, τόσο αλλόκοτη 
Ελισάβετ Kοτζιά, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.4.2011 
Ενας «άγνωστος» σημαντικός συγγραφέας 
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 30.4.2011 
Σκυταλοδρομία σεξ, αισθημάτων και αγάπης 
Σταυρούλα Παπασπύρου, Παρή Σπίνου, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8.5.2011 
Ανθρώπινες ιστορίες 

ΚΑΠΟΙΟΣ που δεν έχει διαβάσει ποτέ του Συμπάρδη, από τον τίτλο και μόνο του νέου του μυθιστορήματος, «Υπόσχεση γάμου» (εκδ. Μεταίχμιο), μπορεί να ξεγελαστεί. Οποιος ωστόσο έχει υπόψη του τα δύο προηγούμενά του, το «Μέντιουμ» και τον «Αχρηστο Δημήτρη» που δημοσιεύτηκαν από τον «Κέδρο» το 1987 και το 1998 αντίστοιχα, γνωρίζει ότι τίποτε στη γραφή του δεν θυμίζει τα ρομάντζα που θρονιάζονται τα τελευταία χρόνια στις λίστες των μπεστ-σέλερ, με τις γλυκόπικρες κοινοτοπίες και το απαραίτητο χάπι-εντ.
Γεννημένος στην Ελευσίνα το '45, δικηγόρος στο επάγγελμα αλλά και με σπουδές σκηνοθεσίας στη Σχολή Σταυράκου, ο Γιώργος Συμπάρδης αφηγείται ιστορίες χωρίς συγκροτημένη πλοκή, με ήρωες λαϊκούς ανθρώπους κατά κανόνα, των οποίων οι χαρακτήρες σμιλεύονται σιγά σιγά, μέσα από την περιγραφή επεισοδίων της καθημερινότητάς τους, τον διακριτικό φωτισμό των σχέσεων που αναπτύσσουν μεταξύ τους και την υπαινικτική σκιαγράφηση του κλίματος (κοινωνικού, πολιτισμικού, ψυχολογικού) μέσα στο οποίο ζουν.
Ενας «άχρηστος» άντρας, στον αντίποδα του «μάτσο» γόη, κρατάει κεντρικό ρόλο κι εδώ, ο Ζαχαρίας. Ενας συνεσταλμένος όσο και μυστηριώδης σαραντάρης με λεπτό μουστακάκι, ένας καθ' έξιν κορτάκιας που θυμίζει «δαρμένο» σκυλί, κάποιος που όλο αρραβώνες τάζει αλλά στη συνέχεια σπεύδει να εξαφανιστεί. Ετσι ξεκινάει και η «Υπόσχεση γάμου»: με την τυχαία γνωριμία ανάμεσα στον Ζαχαρία και δύο παντρεμένες συνομήλικές του γυναίκες, έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στην Κηφισιά. Το τρένο, λόγω απεργίας, δεν λειτουργεί, οι ουρανοί έχουν ανοίξει, κι οι δύο φιλενάδες, η μία νοσηλεύτρια και η άλλη τραπεζοκόμος στο ίδιο νοσοκομείο, μουσκεμένες ώς το κόκαλο αλλά κεφάτες, δέχονται κολακευμένες την πρόταση του άντρα να τις κατεβάσει εκείνος, με το αυτοκίνητό του, ώς το Φάληρο.
Ολα δείχνουν ότι οι τρεις τους δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούν. Στις επόμενες πεντακόσιες σελίδες, όμως, που καλύπτουν έξι μήνες από τη ζωή τους, οι δρόμοι τους δεν θα πάψουν να διασταυρώνονται. Τι κρύβεται πίσω από την αλλόκοτη φιγούρα του Ζαχαρία, που με το σχεδόν ντροπαλό του φλερτ ερεθίζει την περιέργεια των δύο γυναικών; Τι έχουν ν' αντιμετωπίσουν οι τελευταίες, επιστρέφοντας κάθε μέρα στο σπίτι τους; Μέσα σε τι συνθήκες μεγαλώνουν τα παιδιά τους, τι συντρόφους διαθέτουν, τι παραχωρήσεις καλούνται να κάνουν, πώς ξεδίνουν, τι ονειρεύονται; Και πώς καταλήγουν να συστήσουν τον Ζαχαρία σε μια μεγαλοκοπέλα συνάδελφό τους ως τον ιδανικό γαμπρό;
Οσο παρατείνεται το μυστήριο γύρω από τον Ζαχαρία, οι πληροφορίες για τις γυναίκες που κινούνται γύρω του, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο πολλαπλασιάζονται. Η μία εμφανίζεται σαν βράχος, δοσμένη ψυχή τε και σώματι στην οικογένειά της, σε μια φάση που ο άντρας της ξανακυλάει στον τζόγο επικίνδυνα. Η δεύτερη, άρτι εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγό της, έχει ν' αντιμετωπίσει τις σεξουαλικές ορέξεις του ίδιου της του πεθερού, που τη στηρίζει οικονομικά. Και η τρίτη, που γρήγορα συνειδητοποιεί πως το προξενιό με τον Ζαχαρία δεν θα τελεσφορήσει, φτάνει ν' αντλεί ηδονή δίνοντας διέξοδο στις ορμές του καθυστερημένου γιου μιας φίλης της μετανάστριας...
Ο Συμπάρδης μπαίνει στα διαμερίσματα όλων των ηρώων -στο Φάληρο, την Καλλιθέα, τα Πετράλωνα, το Μοσχάτο- κλέβει στιγμές από τη ρουτίνα τους, τους συντροφεύει στις αϋπνίες, στις μαζώξεις τους και στις νυχτερινές τους βόλτες, τους παρακολουθεί πώς φροντίζουν και πώς εξαρτώνται από τους δικούς τους ανθρώπους, εντοπίζει τ' αδιέξοδά τους και ξεδιπλώνει μπροστά μας την υπαρξιακή μιζέρια ενός κόσμου αλυσοδεμένου από υποχρεώσεις και συμβάσεις, χωρίς προνόμια, χωρίς λάμψη, χωρίς τσαγανό. Ενός κόσμου που αναπνέει δίπλα μας αλλά που το βλέμμα μας συνήθως προσπερνά και χάρη σε μυθιστορήματα σαν αυτό δεν γίνεται οικείος απλώς αλλά διεκδικεί και μια θέση στην καρδιά μας.

Μυρτώ Τσελέντη, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΗ, 28.4.2011 
Μου αρέσει να γράφω για λαϊκούς ανθρώπους 

Διαβάστε τη συνέντευξη

 

Μένης Κουμανταρέας, 4.10.2011 
Από την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο IANOS 

Τον Γιώργο Συμπάρδη γνώρισα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ήμουν τότε μέλος του Δ.Σ. της Λυρικής Σκηνής και είχα συνδεθεί φιλικά με το ζεύγος Ριζιώτη, τον Δημήτρη και τη Βάσω. Η Βάσω έπαιζε όμποε στην ορχήστρα. Ο Δημήτρης, ασφαλιστής πλοίων στον Πειραιά, υπήρξε φανατικός αναγνώστης και μελετητής της λογοτεχνίας. Πάνε τρία χρόνια που τον χάσαμε.
Παλιός συμμαθητής του Δημήτρη στο Πανεπιστήμιο και επιστήθιος φίλος της οικογένειας είναι ο Γιώργος Συμπάρδης, τον οποίο γνώρισα από αυτούς. Εκτός από δικηγόρος, ειδικευμένος στο Ναυτιλιακό Δίκαιο, ο Συμπάρδης ήταν φανατικός αναγνώστης της λογοτεχνίας και ακροατής όπερας. Γίναμε αμέσως φίλοι,εξομολογούμενοι ο ένας στον άλλον από τα λογοτεχνικά , τα μουσικά έως τα ερωτικά [μας], όπως συνήθως γίνεται με τις αντρικές φιλίες.
Όπως γρήγορα κατάλαβα, ο Γιώργος έγραφε. Έτσι διάβασα σε δακτυλόγραφο την πρώτη του νουβέλα με τον ευρηματικό τίτλο «Μέντιουμ», την οποία εξέδωσε το 1987 στον «Κέδρο». Ήταν μια πρόβα τζενεράλε στα δύο μεγάλα μυθιστορήματα που ακολούθησαν ύστερα από εξίσου μεγάλες σιωπές. Τον «Άχρηστο Δημήτρη» το 1998 και το πρόσφατο «Υπόσχεση γάμου».
Σε αυτό το πλατύ χρονικό διάστημα, που άλλοι, διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας, λογοτέχνες θα είχαν γεμίσει ολόκληρα ράφια, ο ολιγογράφος Συμπάρδης μού εμπιστευόταν κάποια κείμενά του. Συχνά πυκνά διάβαζε στη Λιλή και σ’ εμένα σκόρπια κεφάλαια από τα γραπτά του, όπως κι εγώ τύχαινε να του δώσω ένα γραπτό μου να μου πει τη γνώμη του. Θυμάμαι ήταν η άνοιξη του 2006 όταν διάβασε εξονυχιστικά το «Δυο φορές Έλληνας» κι η Λιλή έστρωσε το τραπέζι στο καλοκαιρινό μας σπίτι στην Κηφισιά, αφήνοντάς μας διακριτικά μόνους για να διασταυρώσουμε τις πένες μας. Λέω πένες καταχρηστικά διότι τα δικά μου χαρτιά είναι συνήθως δακτυλογραφημένα, ενώ τα δικά του είναι πρώτα γραμμένα με το χέρι.
Ο Γ. Σ. όχι μόνο γράφει με το χέρι αλλά δεν αποφασίζει να προχωρήσει [το κείμενό του], αν η προηγούμενη σελίδα, για να μην πω, αν η προηγούμενη φράση δεν έχει φθάσει σε μια μορφή που να τη θεωρεί τελειωμένη. [Είναι] Ένας τελειοθήρας, λοιπόν, και αργός στο γράψιμο και με διαστήματα που σταματά για να χωνέψει όσα έχει [ήδη] γράψει και να σκεφτεί τα επόμενα. Αντίθετα μ’ εμένα που τις περισσότερες φορές προχωρώ ακάθεκτος στην εξέλιξη της ιστορίας αδιαφορώντας για τα λάθη, για να επιστρέψω αργότερα να τα διορθώσω. Εκείνος είναι ανά πάσα στιγμή στο έπακρο προσεκτικός. Δεν αφήνει να χαθεί η παραμικρή ανακολουθία. Εξού και η άρτια αποτύπωση των χαρακτήρων του αλλά και η επιλεκτική χρήση του σκηνικού. Οι συνοικίες όπου εξελισσόταν η δράση παλαιότερα ήταν η Ελευσίνα και το Θησείο, ενώ τώρα σ’ αυτό το βιβλίο είναι η Καλλιθέα, ο Ταύρος, που η ατμόσφαιρά τους συνοδεύει σαν μουσική υπόκρουση τους βίους και τα πάθη των ηρώων.
Ίσως η λέξη «ήρωας» για τα πρόσωπα του Σ. να μην είναι η πιο κατάλληλη. Κι αυτό γιατί δεν έχουν τίποτα από τη στόφα των ηρώων. Αντίθετα είναι άνθρωποι καθημερινοί, λαϊκοί, και ζούνε τη ζωούλα τους χωρίς εξάρσεις, όμως με ιδιαίτερα μυστικά τικ, παραδομένοι σε κάποια απόκρυφα πάθη. Ο δημιουργός τους ξεχύνει αργά και μεθοδικά το κρυφό δηλητήριό του, κάνοντάς τους αν όχι αγαπητούς, τουλάχιστον, ενδιαφέροντες. Χτίζει τη μυθοπλασία του μανιακά με μικρολεπτομέρειες.
Πέρυσι που μου διάβασε ένα κεφάλαιο από την «Υπόσχεση γάμου», το οποίο εξελισσόταν την περίοδο των Χριστουγέννων, του είπα: «Γιώργο, αυτοί οι άνθρωποι, μέρες που είναι, γιατί δεν έχουν ένα εορταστικό στολίδι, ένα δέντρο στο σπίτι τους;». Μια παρατήρηση ασήμαντη, στην οποία εκείνος αντέδρασε αμέσως θετικά. [Είναι λοιπόν] Ένας μανιακός της ακρίβειας. Ίσως η επαγγελματική του ιδιότητα, σκέφτομαι καμιά φορά, με τις λεπτές και πολύπλοκες διαδικασίες να ακόνισε αυτή την πλευρά του. Οι ήρωές του είναι κατά κανόνα λαϊκοί, με εξαίρεση το κεφάλαιο για τη ναυτιλιακή εταιρεία στον «Άχρηστο Δημήτρη». Ο Σ. είναι ένας, κατά βάση, ρεαλιστής πεζογράφος, που όμως κατορθώνει και μας δίνει ατμόσφαιρα που καταντά κάποτε εμπρεσιονιστική. Θαρρείς και δημιουργεί μια ομίχλη μέσα στην οποία βαδίζουν αβοήθητοι και τυφλωμένοι οι άνθρωποί του.
Το «Μέντιουμ» του 1987, για να γυρίσω πίσω, ήταν ένα ξάφνιασμα. Αυτό το κορίτσι από τη Βοιωτία, φερμένο σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, στην αδερφή της, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τον έρωτά της για έναν νεαρό φοιτητή της ιατρικής, τον Άγγελο, με τη μηχανή του οποίου πηγαινοέρχεται και της οποίας οι εξατμίσεις σκεπάζουν ένα μυστικό, μια κρυφή ζωή.
Από το πρώτο κιόλας βιβλίο με την περιγραφή του μικροαστικού τοπίου, που τόσο αγαπά, ο Συμπάρδης εισάγει το στοιχείο της απόκρυψης ή κρυπτικότητας ή κρυψίνοιας, όπως προτιμάτε, και το οποίο γιγαντώνεται με το δεύτερο βιβλίο του, τον «Άχρηστο Δημήτρη». Δεν ξέρω από πού πηγάζει η απόκρυψη αυτή, που έχει γίνει δεύτερο δέρμα στα βιβλία του. Υποθέτω, από μια συστολή να μην αποκαλύπτει σκέψεις και γεγονότα της δικής του ζωής αλλά και για να επινοεί κάποιες περσόνες που τον εκφράζουν. Αλλά και για να μεγεθύνει το μυστήριο που καλύπτει τη ζωή των ηρώων του που μας αιφνιδιάζουν με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις τους. Στοιχείο που δημιουργεί μια συνεχή ατμόσφαιρα αναμονής. Αντίθετα, όμως, με αυτό που συμβαίνει στα αστυνομικά μυθιστορήματα, η τελική αλήθεια μόλις που αφήνεται με μισόλογα να φανερωθεί. Ο αναγνώστης καλείται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Αποδεικνύει έτσι ότι δεν είναι ανάγκη να είσαι ένας σπουδαίος χαρακτήρας, αλλά και ότι οι πιο μικροί σέρνουν μαζί τους το μικρό και ταπεινό μυστικό τους. Μυστικό που τους κάνει νοσηρούς, όπως πολλές φορές συμβαίνει στη ζωή. Η λογοτεχνία όμως που τους περιγράφει επ’ ουδενί λόγω μπορεί να χαρακτηριστεί νοσηρή, παρά μόνο στα μάτια εκείνων που δεν εννοούν να ξεφύγουν από τον κανόνα, δηλ. αυτόν που εκείνοι θεωρούν κανόνα. Αυτή είναι και η δόξα της λογοτεχνίας.
Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά εργάζεται ο Σ., σκαλίζοντας επίμονα τις σχέσεις των ανθρώπων, μεγεθύνοντας τα ελαττώματά τους και γι’ αυτό καθιστώντας τους αληθινούς, με κίνδυνο να μην είναι πάντα αγαπητοί στον αναγνώστη. Συγχρόνως, αποθεώνει το σκηνικό μέσα στο οποίο ζουν: κάμαρες που μυρίζουν ιδρωτίλα και πεταμένα ρούχα, ρολόγια σε κομοδίνα που δανείζονται την αγωνία όσων κοιμούνται δίπλα σ’ αυτά, ταβέρνες με τσίκνα και την απόπνοια του αλκοόλ, σταθμοί τρένων και λεωφορείων που σημαδεύονται από ματαιωμένες αφίξεις ή αναχωρήσεις. Η λεπτομερής καταγραφή σημαντικών στιγμών στη ζωή ασήμαντων ανθρώπων και τα μικρά τους μυστικά έγινε στον Σ. δεύτερη φύση, σε σημείο που δεν νοείται πεζογράφημά του που να μη διαθέτει τα στοιχεία αυτά, μαζί με την απαραίτητη απόκρυψη.
Αν όμως στον «Άχρηστο Δημήτρη» το στοιχείο αυτό γιγαντώνεται, στην «Υπόσχεση γάμου» μεταμορφώνεται σε ψυχαναλυτικό εργαλείο που μ’ αυτό εμβαθύνει στη χαμοζωή των λαϊκών ανθρώπων. Μια ζωή που το σπουδαιότερο γεγονός της είναι ο γάμος, θεσμός ο οποίος γίνεται έμμονη ιδέα και αυτοσκοπός σε τέτοιους ανθρώπους και σε τέτοιες κοινωνίες. Γυναίκες, λοιπόν, που δέχονται υποσχέσεις γάμων και άντρες που τις δίνουν απερίσκεπτα, παγιδευμένοι και οι μεν και οι δε στην ψευδαίσθηση της υπόσχεσης αυτής, που χωρίς αυτήν η ζωή τους γίνεται αδιανόητη.
Κέντρο αυτού του μικροαστικού σύμπαντος και μήλον της έριδος είναι ο περίεργος Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς, ένα επώνυμο που ηχεί δυσάρεστα και που έρχεται σε αντίθεση με το ζαχαρωτό βαφτιστικό του. Ένας ελαφρά γλοιώδης και αυτιστικός άντρας, που δεν βγάζει το σλιπ του όταν κάνει έρωτα κι ας έχει φτάσει η στύση του στο ταβάνι. Αυτός που κάνει παρέα με ταξιτζήδες βρόμικους και πονηρούς, και περιποιείται με αφοσίωση γέρους του θανατά. Ένας κρυψίνους ο οποίος θαρρείς πως προσωποποιεί το μοτίβο της απόκρυψης. Κι ακόμα ένας κατά συρροήν αρραβωνιαστικός που χαρίζει δαχτυλίδια για να γίνουν μέγγενη στα δάχτυλα των γυναικών.
Και τι γυναίκες είναι αυτές! Η τριάδα: Αλέκα, Όλγα, Βιβή, νοσοκόμες οι δύο πρώτες και τραπεζοκόμος η τρίτη, συμπληρώνεται από μια τέταρτη, τη Ματίνα, τη γυναίκα του Ζαχαρία. Υγιείς κατά βάση οι τρεις πρώτες, ο συγγραφέας παράλληλα με μια κρυφή ειρωνεία αφήνει ευδιάκριτους τόνους τρυφερότητας γι’ αυτές. Αντιπροσωπεύουν το θήλυ και την προστασία που το φύλο τους απλώνει πάνω στο άστατο και συχνά ανασφαλές αντρικό φύλο. Όμως, η τέταρτη, η Ματίνα, αγγίζει τα όρια της ψυχοπάθειας. Μια γυναίκα κρυμμένη στο ημίφως της κρεβατοκάμαράς της, όπου περιμένει τον άπιστο σύζυγό της, αφήνοντας το παιδί της αβοήθητο και έκθετο. Ζει στο λυκόφως μιας τρέλας που την αποσυντονίζει. 
Είναι περίεργο ότι αυτό το κεντρικό γυναικείο πρόσωπο στο μυθιστόρημα εμφανίζεται καθυστερημένα μόλις στο Κεφάλαιο 9 για να κάνει δύο σύντομα περάσματα στη μέση. Κλείνει όμως το μυθιστόρημα στο τελικό κεφάλαιο ανακεφαλαιώνοντας την υποφώσκουσα στέρηση από την οποία πάσχουν όλα τα πρόσωπα. Στο πρόσωπό της ολοκληρώνεται το ανικανοποίητο από το οποίο υποφέρουν όλοι και όλες.
Αντίθετα από τον «Άχρηστο Δημήτρη», όπου τον τόνο έδιναν οι άντρες, κι ας υπήρχαν εξαιρετικές γυναικείες παρουσίες, όπως εκείνη της Βέρας, τον τόνο στην «Υπόσχεση γάμου» δίνουν οι γυναίκες. Κι ας υπάρχουν αυτοί οι σιχαμεροί πεθεροί και τα γερόντια κι οι νυχτερινές βόλτες με το ταξί, οι γυναίκες, είτε συμπαθείς είτε όχι, κυριαρχούν. Δεν ξέρω πόσο υποχείρια των αντρών είναι, οπωσδήποτε όμως αυτές κινούν τα νήματα. Σ’ εκείνων τα δάχτυλα προορίζονται οι βέρες των γάμων. Η λαϊκή νοοτροπία τούς δίνει το χρώμα και τον τόνο στο βιβλίο.
Καμιά φορά μ’ αρέσει να φαντάζομαι ότι οι γυναίκες αυτές στη ζωή τους είναι φανατικές αναγνώστριες των βιβλίων της Μαντά και της Δημοπούλου. Χωρίς οι ίδιες να φαντάζονται ότι μπορούν να πρωταγωνιστούν σ’ ένα μυθιστόρημα της υφής και της ποιότητας ενός Συμπάρδη.
Και έχουμε το παράδοξο ότι αυτοί οι ήρωες και οι ηρωίδες που είναι κατά βάση λαϊκοί δεν διαβάζουν ποτέ τον εαυτό τους όπως αποτυπώνεται εδώ. Συμβαίνει να τις διαβάζουμε εμείς το καλλιεργημένο τμήμα της κοινωνίας και όχι μόνο. Τις γράφουμε κιόλας, πράγμα που όμως απαιτεί γνώση της ζωής των. Και χωρίς τη γνώση αυτή ο Συμπάρδης δεν θα μπορούσε να τις έχει δημιουργήσει. Τις ψυχαναλύει τόσο καλά, ίσως γιατί από την καταγωγή του γνωρίζει από πρώτο χέρι την κοινωνία αυτή. Γι ‘αυτό και διαγράφει με ασφαλή τρόπο το προφίλ τους, εισχωρώντας στις κρεβατοκάμαρές τους βαθιά μέχρι τις κλειτορίδες τους, έτσι που κανείς επιστήμονας ή κοινωνιολόγος δεν μπορεί να το κάνει.
Χαίρομαι που η δημοσιότητα και οι κριτικές που αμέσως γράφτηκαν για το βιβλίο φωτίζουν επιτέλους το χαμηλό προφίλ αυτού του συγγραφέα που κρύβεται μαζί με τους ήρωές του στο ημίφως της ιδιωτικής του ζωής.
Απ’ όσα γράφτηκαν ως τώρα [για το βιβλίο] συγκρατώ τα λόγια του Νίκου Γ. Ξυδάκη στην «Καθημερινή» (χωρίς σε τίποτα να υποτιμώ την Κοτζιά και τον Χατζηβασιλείου), όπου μεταξύ άλλων γράφει ότι ο Γ. Σ. γυρνάει τις ηρωίδες του από την ανάποδη για να φανερώσουν μέσα από μικρές εκλάμψεις το παράδοξο της ζωής, τα κρυμμένα μυστικά, τις ψυχαναλυτικές συμπτώσεις σε μια ζωή σαν ζαριά. Για να καταλήξει στην ωραία φράση: «Διαβάζεται σαν μακρύς αναστεναγμός».
Έχω κάθε λόγο να πιστεύω πως ετούτη η «Υπόσχεση γάμου» δίνει μια υπόσχεση για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό που περιμένει και που ίσως έλειψε από τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Του το εύχομαι ολόψυχα και περιμένω το επόμενο βιβλίο του να το προφτάσω, δηλαδή να το γράψει σε λιγότερο από δεκατρία χρόνια.

Μένης Κουμανταρέας
4 Οκτωβρίου 2011

Αλέξης Πανσέληνος,   4.10.2011 
Από την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο IANOS 

Δεκατρία χρόνια έπειτα από τον Άχρηστο Δημήτρη, ο Γιώργος Συμπάρδης επιστρέφει με ένα νέο μυθιστόρημα, την Υπόσχεση γάμου.
Στο διάστημα αυτό είχα πολλές φορές την ευκαιρία να ακούσω να μου διαβάζει σελίδες είτε από το τηλέφωνο είτε σαν συναντιόμασταν, και κάθε φορά, αυτά τα ασύνδετα αποσπάσματα που άκουγα μου δημιουργούσαν την ίδια εντύπωση. Πως δηλαδή ανήκουν σε ένα μεγάλο και καλά δομημένο σύνολο που θα ήθελα πολύ, εκεί επί τόπου, να το είχα μπρος μου για να το ξεκοκαλίσω με την ησυχία μου.
Διαβάζοντας το έργο ολοκληρωμένο, λίγο πριν από την έκδοσή του, δοκίμασα τη μεγάλη χαρά που είναι για έναν συγγραφέα το να διαβάζει ένα πολύ ωραίο και πλούσιο βιβλίο. Αν και διαφέρουμε πολύ στο γράψιμο, ο Συμπάρδης έχει τη δυνατότητα να διδάσκει έναν ομότεχνό του αυτά που η καθημερινότητα της δουλειάς μας συχνά τα θαμπώνει και τα σπρώχνει μακριά μας. Την επιβεβαίωση πως η ειλικρίνεια είναι το πειστικότερο επιχείρημα, πως η αμεσότητα είναι η γοητευτικότερη μαγεία, πως η ταπεινότητα απέναντι στο θέμα και το ενδιαφέρον για τους ήρωές μας είναι η καλύτερη προσέγγιση για να πείσεις τον αναγνώστη ότι αυτό που διαβάζει τον αφορά.

Τι θαυμάζω στο γράψιμο του Συμπάρδη:

Πρώτ’ απ’ όλα το ύφος της αφήγησής του που από την πρώτη στιγμή, ακόμα κι αν δεν τον ήξερα, με πείθει πως ακούω έναν άνθρωπο να μου αφηγείται. Ο συγγραφέας μέσ’ από αυτό το τριτοπρόσωπο (και τυπικά αποστασιοποιημένο πρίσμα) είναι παρ’ όλα ταύτα διαρκώς παρών, έτσι που γίνεται πολύ γρήγορα άλλο ένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, μόνο που αυτό είναι αόρατο. Πώς το πετυχαίνει αυτό; Το πετυχαίνει δίνοντας στην αφήγησή του έναν προσωπικό τόνο, έναν τρόπο εκφοράς του λόγου του πολύ προσωπικό, που συχνά πάλλεται από πάθος όταν περιγράφει τους ανθρώπους του και τη συμπεριφορά, τις κινήσεις, τις αντιδράσεις, τις πράξεις και τις σκέψεις τους. Είναι ένα φάντασμα που μπορεί και τρυπώνει στα σπίτια τους, παρακολουθώντας τους να κοιμούνται, να ονειρεύονται, να βλέπουν τηλεόραση, που τους παρακολουθεί στον δρόμο όταν βαδίζουν ή στη δουλειά τους, που τρυπώνει μες στο μυαλό τους και στην ψυχή τους κατασκοπεύοντας την παραμικρή σκέψη, την κάθε τους αντίδραση, περιγράφοντας χωρίς να κρίνει – αλλά  πόσο συχνά η περιγραφή και μόνη δεν αποτελεί και μια κρίση! Η φωνή αυτή του αφηγητή που μας παίρνει μαζί στις περιπλανήσεις του από τον έναν ήρωα στον άλλο και από τη μια ηρωίδα του στην άλλη, η φωνή αυτή που μας λέει τι πράττει και τι σκέφτεται ο καθένας από αυτούς δεν έχει την οίηση του παντογνώστη αφηγητή αλλά έχει την απαλή, παρηγορητική και ψύχραιμη χροιά του παντεπόπτη αφηγητή μάλλον. Καταλαβαίνουμε πολύ γρήγορα πόσο πάσχει και ο ίδιος με τα πάθη όσων ζωγραφίζει.

Το δεύτερο είναι η ικανότητά του να στήνει ανθρώπους τόσο πειστικούς, ώστε να μας είναι απόλυτα οικείοι και γνώριμοι και απόλυτα συμπαθείς. Γιατί (και αυτό είναι ένα τρίτο στοιχείο της γραφής του που θαυμάζω) ο ίδιος αγαπά όλους τους ήρωές του, με κανέναν δεν είναι σκληρός και σ’ όλους βρίσκει το δίκιο που έχουν σε ό,τι κάνουν και σε ό,τι πούνε. Η ειρωνεία ενός συγγραφέα απέναντι σε κάποια από τα πρόσωπα του έργου του είναι καμιά φορά η ομολογία της ήττας του ως ανθρώπου να κατανοήσει όσα πρέπει να κατανοεί πριν να μιλήσει για αυτούς. O Συμπάρδης γνωρίζει ο ίδιος τους ανθρώπους του, πάνω από τους οποίους σκύβει με την προσοχή ενός εντομολόγου και ζει μαζί τους κάθε τους στιγμή, έτσι ώστε να μπορούμε να τους βλέπουμε, να τους ακούμε και να τους ξέρουμε κι εμείς το ίδιο καλά με αυτόν –και το αποτέλεσμα είναι να μπορούμε να τους συμπαθήσουμε και να τους παρακολουθούμε διαρκώς μαζί του, αφού γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι κάτι απ’ τον καθένα υπάρχει και μέσα μας– στον χαρακτήρα, στα βιώματα, στις αντιδράσεις μας.

Τέλος, θαυμάζω απόλυτα την ικανότητά του να φτιάχνει, όπως οι καλοί μάστορες αυτής της τέχνης, κάτι τόσο γνήσιο, τόσο ανθρώπινο και συνάμα τόσο συνταραχτικό από το τίποτα. Κανένα μεγάλο δράμα ή τουλάχιστον καμιά τραγικότητα, είτε στην εκφορά του λόγου είτε στη δραματοποίηση των γεγονότων. Μικρές πράξεις, μικρές στιγμές, μικρές αλήθειες, μικρά περιστατικά, από αυτά που περνούν απαρατήρητα για τους συγγραφείς των μεγάλων περιπετειών και των μυστηρίων, είναι τα χαλικάκια από τα οποία ο συγγραφέας αυτός μπορεί να στήσει ένα οικοδόμημα τεράστιο και επιβλητικό, μια τοιχογραφία της καθημερινής ζωής των ανθρώπων που δεν χρειάζεται να ζουν τίποτα απίστευτες τραγωδίες ή απίστευτες περιπέτειες για να αποκτήσουν ενδιαφέρον. Μέσ’ από αυτά τα μικρούτσικα υλικά του, καταφέρνει να δείξει πώς η ζωή όλων εμάς, που δεν μας χαρίστηκε η αποκάλυψη κανενός Κώδικα Ντα Βίντσι ή ν’ αντιμετωπίσουμε τους υπερκόσμιους δαίμονες της Χόαγκλαντς, είναι η αληθινή καθημερινή κόλαση και ο αληθινός καθημερινός παράδεισος της ζωής όλων μας.

Η Υπόσχεση γάμου είναι η ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων και ενός κόσμου που μέσα του (ή δίπλα του) όλοι περνούμε τη ζωή μας αλλά σπάνια προσέχουμε και σπάνια εκτιμούμε τη σημασία, την ομορφιά και τη μαγεία του. Όπως λίγο πολύ γίνεται και με τη ζωή μας, που τόσο συχνά μας κάνει την εντύπωση μιας σειράς συμπτώσεων που δεν τις ελέγχουμε και που γι’ αυτό δεν τις εκτιμούμε όσο θα έπρεπε. Όμως, μια σειρά συμπτώσεις είναι η ζωή μας. Και από όσα πιστεύουμε πως ελέγχουμε, ελάχιστα έχουν την αξία και τη σημασία που έχουν εκείνα τα άλλα, τα τυχαία και συχνά αθέλητα που μας έτυχαν. Αυτά ακριβώς είναι που ο συγγραφέας της Υπόσχεσης τα αναδείχνει στην αληθινή τους αξία, στην πραγματική τους βαρύτητα.
Πίσω από την καθημερινότητα, ο Συμπάρδης αποκαλύπτει την τραγωδία της. Όταν λέμε τραγωδία, συνήθως εννοούμε αυτήν τη σύγκρουση του ανθρώπου με ένα «πεπρωμένο» - που δεν είναι απαραίτητα η κλοπή της φωτιάς από τους θεούς για να τη δωρίσουμε στους ανθρώπους ή η υπακοή της Αντιγόνης στον άγραφτο ηθικό νόμο που τη σπρώχνει να παραβεί τον γραπτό νόμο της εξουσίας. Αυτό το πεπρωμένο, σε μια κλίμακα ελάσσονα, στην κλίμακα των δικών του ηρώων, από τους οποίους ο ένας μπορεί να αντιμετωπίζει έναν αδιέξοδο γάμο, ο άλλος μια μοιραία διστακτικότητα να δέσει τη ζωή του με κάποιον άνθρωπο, ο τρίτος την απομόνωση από έναν κύκλο ανθρώπων που διαρκώς στενεύει γύρω του, ο Συμπάρδης το ανασύρει κάτω από τη σκόνη της καθημερινότητας, που όλα αυτά τα μικρά, προσωπικά δράματα τα κάνει να σβήνουνε στην ομίχλη της συνήθειας που αποδυναμώνει το πικρό κεντρί τους. Και τα παρουσιάζει σε όλη τους την εσωτερική ένταση – την ένταση που συχνά μας τρώει και μας αρρωσταίνει και μας εξαφανίζει κάποια στιγμή, χτυπώντας μετά την ψυχική και τη σωματική μας υγεία.
Τέλος, θα βρείτε δύσκολα ένα άλλο μυθιστόρημα που να ζωγραφίζει, να αναλύει και να αγαπά –πραγματικά να αγαπά, δηλαδή να κατανοεί τόσο βαθιά και τόσο απόλυτα– τη σύγχρονη γυναίκα (και δεν έχει καθόλου σημασία που οι γυναίκες του δεν είναι παρά μικροαστές Αθηναίες, δυο νοσηλεύτριες, η σύζυγος ενός κτηνιάτρου, και μια άλλη γυναίκα –που μόνο προς το τέλος του μυθιστορήματος καταλαβαίνει κανείς πως είναι η πραγματική κύρια ηρωίδα του μυθιστορήματος– μια γυναίκα με σοβαρά κλονισμένα νεύρα, που ταΐζει τα αδέσποτα και κλειδώνει τα παπούτσια του άντρα της για να μη βγει από το σπίτι), την αιώνια γυναίκα που γυρεύει την πλήρωση της αγάπης και την αποκατάσταση της χαμένης εκείνης δυαδικής ύπαρξης που είναι το ζευγάρι. Μια γυναίκα και ένας άντρας.
Ο ήρωας του Συμπάρδη, αυτός ο φαινομενικά άχρωμος και λίγο γελοίος ανθρωπάκος που ακούει στο όνομα Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς, αυτός γύρω από τον οποίο γυρίζουν σαν μαγνητισμένες σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι μυστηρίου, αποριών και εξοργισμένων αντιδράσεων οι γυναίκες του μυθιστορήματος, είναι τελικά τόσο χαρακτηριστικός του σύγχρονου άντρα, που έχει χάσει την ικανότητα του θηρευτή και πασχίζει μέσα από αστείες μικροκατεργαριές να αποσπάσει την αγάπη – και κυρίως να τους προσφέρει τη δική του, αυτός ο σύγχρονος Καζανόβας που θέλει να κάνει ευτυχισμένες τις γυναίκες που προσεγγίζει, χωρίς να μπορεί όμως ο ίδιος να κόψει τα κομμάτια του εαυτού του που η καθεμιά από τις προσπάθειές του απαιτεί, και κοιτά να τη βγάλει, όπως λέμε, με ψέματα και μικροαπάτες της στιγμής, φλέγεται ολόκληρος από την ανάγκη του αυτή και διαλύεται στην προσπάθεια να δείξει συνέπεια (κάτι που ποτέ του δεν το καταφέρνει).
Μιλώντας για τον Ζαχαρία Μπαρλαμπά πρέπει να σημειώσω ότι ακόμα και τα ονόματα των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, στο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, ονόματα και επώνυμα μαζί, δεν είναι διόλου τυχαία. Ο συγγραφέας έχει σκεφτεί και έχει ζυγίσει τον ήχο και τις συνηχήσεις των ονομάτων αυτών και αν όχι μια πρώτη, οπωσδήποτε μια δεύτερη ανάγνωση της Υπόσχεσης γάμου αποκαλύπτει πως τίποτα, μα τίποτα μέσα στο βιβλίο δεν είναι τυχαίο, παρά έχει μετρηθεί, έχει υπολογισθεί και έχει ζυγισθεί για να μπει μέσα και να συμβάλει στη δημιουργία ενός κλίματος τόσο απόλυτα πειστικού. Η Ματίνα δεν θα μπορούσε παρά να λέγεται Ματίνα, η Αλέκα δεν θα μπορούσε παρά να λέγεται Αλέκα, η Όλγα Όλγα και ο Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς. Οι άνθρωποι, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας, είναι τα ονόματά τους. Αλλά όχι μόνο οι άνθρωποι και όχι μόνο τα ονόματα. Τα σπίτια τους, ζωγραφισμένα από έξω και από μέσα, οι δρόμοι και οι γειτονιές που κατοικούν, τα επαγγέλματά τους, τα ρούχα τους, ο τρόπος με τον οποίο μασούν το φαγητό τους – όλα. Μα όλα!
Σε τι συμβάλλουν όλα αυτά; Ποιος ο λόγος όλων αυτών των ζυγισμάτων, της δοκιμής και της απόρριψης ίσαμε να καταλήξει ο συγγραφέας να επιλέξει ετούτα τα συγκεκριμένα και όχι κάποια άλλα από τα στοιχεία εκείνα; Ο λόγος γίνεται πολύ γρήγορα γνωστός, όταν πριν απ’ τη μέση του βιβλίου κιόλας ο αναγνώστης φεύγει μέσα σ’ αυτό, παρασυρμένος σε ένα γνήσιο βίωμα που του προσφέρεται και για το οποίο δεν έχει καμιά απολύτως αμφιβολία πως είναι το ίδιο αληθινό, όπως όλα τα πραγματικά, δικά του βιώματα.
Το χάρισμα της Υπόσχεσης γάμου, η αλήθεια και η ζωντάνια του βιβλίου, η ομορφιά και η γοητεία των ανθρώπων και των ιστοριών τους που ξετυλίγονται μέσα θα κάνει (είμαι απόλυτα σίγουρος) τον αναγνώστη του να μην προσέξει καν την έκτασή του και –το σπουδαιότερο–, όταν τελειώσει την ανάγνωση, να λυπηθεί που τέλειωσε και νοερά να πλάσει μες στον νου του τη συνέχεια των ιστοριών που άφησε πίσω του. Το βιβλίο θα του φανεί μικρό, θα πει πως γρήγορα τέλειωσε, τι κρίμα!
Και έκπληκτος θα διαπιστώσει, συνεχίζοντας τη δική του τη ζωή ο αναγνώστης, πως και η Υπόσχεση γάμου του Γ. Συμπάρδη συνεχίζεται μέσ’ από τον ίδιο. Θα τολμούσα ακόμα να πω ότι, τελειώνοντας το βιβλίο, οι αναγνώστες του θα έχουν κερδίσει έναν πολύ μεγάλο βαθμό αυτογνωσίας και –κυρίως– κατανόησης του άλλου, κάτι που λείπει πολύ από τη ζωή μας σήμερα. 
Αλέξης Πανσέληνος
4 Οκτωβρίου 2011

Μαρία Στασινοπούλου, 4.10.2011 
Aπό την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο IANOS 

Την πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη Υπόσχεση γάμου και θέλησα να το παρουσιάσω ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να πω, ώστε δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πώς να χειριστώ το υλικό μου. Μου κρατούσε άπραγο το χέρι η οξύμωρη σκέψη ότι το βιβλίο, με έναν ιδιότυπο τρόπο, καταργούσε την ανάγκη της κριτικής και το μόνο που μου υπαγόρευε να γράψω ήταν: μην το χάσετε, διαβάστε το!
 Ξεκινώντας από τον τίτλο Υπόσχεση γάμου, ο αναγνώστης προϊδεάζεται για το θέμα του βιβλίου. Το θέμα εμπεριέχεται στη γενική αντικειμενική και είναι ο γάμος η υπόσχεση από την άλλη δηλώνει δέσμευση και προσμονή, δεν εξασφαλίζει όμως την πραγματοποίηση. Θυμίζει εκείνες τις παλιές αγγελίες στις εφημερίδες, ιδίως τις επαρχιακές, του τύπου: «Την Κυριακήν, 20.6.1952 ο κύριος τάδε και η δεσποινίς τάδε έδωσαν αμοιβαίαν υπόσχεσιν γάμου».
Όσο προχωρεί η ανάγνωση καθόλου δεν προδίδεται ο τίτλος: Γάμοι πετυχημένοι και συμβατικοί, γάμοι εν εξελίξει και υπό διάλυσιν, γάμοι επιδιωκόμενοι και γάμοι υπεσχημένοι και ματαιωμένοι. Γάμοι γενικώς και ειδικότερα αρραβώνες κατά συρροήν και καθ’ έξιν.
Ακόμη και η μάνα του Ζαχαρία, η οποία έχει άνοια, όταν ο Στέλιος την πληροφορεί ότι ετοιμάζει μια καλή κοπέλα για τον γιο της του απάντησε: «Αμήν και πότε, κύριε, γιατί χορτάσαμε αρραβώνες».
 [Εδώ θα θυμίσω και μια παλιά ελληνική ταινία όπου ο Στέφανος Στρατηγός υποδείκνυε στον Ντίνο Ηλιόπουλο την τακτική του «στρίβειν διά του αρραβώνος»].
Αν λάβουμε υπόψη όμως ότι πρόκειται για ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα χαρακτήρων, πολυπρόσωπο και σύνθετο, με πυκνή ύφανση, μαστορικά υπολογισμένη γραφή και έντεχνη αφήγηση, το κατεξοχήν θέμα του νομίζω ότι είναι τα διάφορα πρόσωπα, πρωταγωνιστές (Όλγα, Αλέκα, Βιβή, Ματίνα, αλλά κυρίως ο Ζαχαρίας) ή δευτεραγωνιστές (κύριος Μίμης, κυρ Στέλιος, Γιάννης Μοσχονάς, Αντώνης Ψίλιας, Ράτκα, Βαλεντίνος, και πάει λέγοντας). Είναι αξιοζήλευτος ο τρόπος με τον οποίο ο Συμπάρδης σκιαγραφεί απλώς ή περιγράφει με ακρίβεια και διεισδυτικό μάτι τα πρόσωπα, εστιάζοντας στις ενέργειες και τα κίνητρά τους και σχολιάζοντας πράξεις και συμπεριφορές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκέντρωση μέσα από το κείμενο στοιχείων, πραγματολογικών ή χαρακτηρολογικών, που αφορούν τους ήρωες, καθέναν χωριστά αλλά και όλους μαζί, όπως τα δίνει ο αφηγητής, αλλά και όπως τους βλέπουν τα άλλα δρώντα πρόσωπα. Καταδεικνύεται τότε ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει, με σοφά υπολογισμένες δόσεις, την κυκλική του αφήγηση: ανακυκλώνει τον συνειρμό για πρόσωπα και πράγματα και γεμίζει το μωσαϊκό της αφήγησης με μια ποικιλία που σπάει τη μονοτονία της γραφής και συντηρεί την ανυπομονησία της ανάγνωσης.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσω αυτή την ιχνηλασία για τον πρωταγωνιστή Ζαχαρία Μπαρλαμπά, που το επώνυμό του σημαίνει αυτόν που λέει πολλά (ιδιότητα κάποιου μακρινού πρόγονου και όχι του ήρωά μας), ονοματεπώνυμο που τον σφραγίζει και το οποίο σε αρκετά σημεία λειτουργεί και ερμηνευτικά.
Ποιος και πώς είναι τελικά ο Ζαχαρίας Μπαρλαμπάς; Ένας πρωτεϊκός τύπος που μεταμορφώνεται και δίνει στον καθένα διαφορετική εντύπωση ή ένας ήρωας που διαμορφώνει πρωτεϊκούς συμπαίκτες οι οποίοι αλλάζουν στάση απέναντί του ανάλογα με τη δική του αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά;
Ο Ζαχαρίας, ως μυθοπλαστικός ήρωας, δεν αποτελεί υποχρεωτικά αντανάκλαση ενός μόνο υπαρκτού προσώπου για να μας πείσει για την αληθοφάνεια και τη ζωντάνια του. Είναι μια μορφή διαρκώς μεταβαλλόμενη και όπως παραδέχτηκε ο συγγραφέας σε συνέντευξη που έδωσε: «είναι τρία υπαρκτά πρόσωπα, που ενώθηκαν σε ένα». Άλλωστε οι ήρωες δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα από τον κόσμο των λέξεων.
Πρώτα απ’ όλα όμως να τον παρουσιάσουμε. Είναι 42 ετών, μένει στην Καλλιθέα και εργάζεται ως ασφαλιστής, εκπροσωπώντας διάφορες ασφαλιστικές εταιρείες. Αργότερα, στον ελεύθερο χρόνο του, τα Σαββατοκύριακα κυρίως, «σκαντζάρει» τον φίλο του, τον κυρ Στέλιο, στο ταξί που εκείνος έχει. Είναι μάλλον ψηλός, αδύνατος, με σχεδόν μακριά πόδια και περπατάει κάπως περίεργα∙ «κάτι το ενδιάμεσο είχε η εμφάνισή του όλη και ήταν χαριτωμένη». «Υπήρχε ένα μικρό σκούρο αιμάτωμα στ’ ασπράδι του αριστερού ματιού του. Ένα αεικίνητο σημαδάκι που ήταν αδύνατον να παραβλέψεις και που σου δημιουργούσε την εντύπωση του ταραγμένου ανθρώπου∙ κάποιου που κάτι κρύβει και γι’ αυτό τα μάτια του πηγαινοέρχονται φοβισμένα», παρατηρεί η Βιβή. Διαθέτει επίσης ο Ζαχαρίας ένα πολύ χαρακτηριστικό μουστακάκι, τεχνηέντως ψαλιδισμένο, σήμα κατατεθέν του, για άλλους γοητείας και για άλλους λιμοκοντορισμού.
Για τον χαρακτήρα του και την εικόνα που δίνει στους άλλους θα αφήσω να μιλήσουν εκείνοι, αλλά και ο παντογνώστης αφηγητής∙ εγώ θα απομονώσω μόνο ιδιότητες και επίθετα που του αποδίδουν: «Ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός κατά τα φαινόμενα και συμμαζεμένος, ένας άνθρωπος στα σαράντα πάνω κάτω». «Τους καταλάβαινε τους ανθρώπους ο Ζαχαρίας […] Όλα τα καταλάβαινε». «Ύφος μισοκακόμοιρο», «αστεία δεν συνήθιζε κι ούτε ήξερε να λέει. Όσο αστείος κι αν έμοιαζε να είναι ο ίδιος». Πείθει από την αρχή την Όλγα ότι διαθέτει μυστικές δυνάμεις και φαίνεται να τη γοητεύει, σε αντίθεση με την Αλέκα που είναι δύσπιστη και καχύποπτη γι’ αυτόν και του προσάπτει κρυψίνοια και πονηριά.
Ο Ζαχαρίας ενδιαφερόταν για ό,τι τον αφορούσε προσωπικά και  ήταν επίμονος. «Δεν το έβαζε κάτω εύκολα αυτός. Ακόμα κι αν αγνοούσε, όπως και το παραδεχόταν ότι αγνοούσε, πράγματα στοιχειώδη για τις γυναίκες». Τις ήθελε όλες. Όλες ήθελε να τις ευχαριστήσει. «Κανονικά θα’θελε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, από τίποτα να μην στερήσει τις γυναίκες […] και από τίποτα τον εαυτό του. Και αυτό βέβαια ήταν αδύνατον».
Γενικά πολύ ευγενικός με τις γυναίκες, πολλές φορές αμήχανος, άλλοτε διστακτικός. «Συμπαθητικός και κατά βάθος ντροπαλός», «δεν είναι γλυκούλης;», λέει η Όλγα στην Αλέκα και εκείνη συμφωνεί «ήταν άνθρωπος λεπτός, ολιγόλογος, σχεδόν δεν μιλούσε και όσα έλεγε ακούγονταν σωστά, έμοιαζαν σοφά, αγαπούσε τις γυναίκες».
Τα μάτια του εύπιστα, η φωνή του στο τηλέφωνο μαλακή, ήπια, σχεδόν γλυκιά, γλυκανάλατη.

Ένας άνδρας «πολύ καλοβαλμένος και ελεύθερος που γνωρίσαμε τελευταία και ο οποίος βιάζεται να παντρευτεί» λένε η Αλέκα και η Όλγα στη Βιβή για τον Ζαχαρία και της τον προτείνουν για γαμπρό. «Ένας άντρας άγνωστος που ζητάει ντε και καλά να παντρευτεί, τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει;» απαντά πολύ σωστά η Βιβή, που θα πέσει τελικά στον έρωτά του.

Χαζοχαρούμενο, τον λένε ύστερα, τον λυπούνται γιατί «τον εκμεταλλεύονται και χαμπάρι δεν παίρνει ο έρμος» και συνεχίζουν να τον περιγράφουν: Μέτριος, προς το ψηλός, και με συμμετρικά πόδια, συμπαθητικός, σε όλα μέτριος, αλλά λεπτός, πολύ λεπτός και μ’ ένα ποντικίσιο μουστακάκι, και πολύ ευγενικός. Σαν να λέμε τίποτα το σπουδαίο έβγαλε το συμπέρασμα η Βιβή. «Δεν κατάλαβες είπε η Αλέκα είναι νόστιμος, είναι λεπτός, είναι χαριτωμένος». Είναι περίεργος, έχει παραξενιές, θα αποφανθούν πιο κάτω.

Περιγραφή του Ζαχαρία από διαφορετική οπτική γωνία και κυρίως από άνδρα και δη ανταγωνιστή, τον κυρ Στέλιο, πεθερό της Όλγας ο οποίος τής έχει ριχτεί και της φέρεται γενικώς ερωτικά. «Η πρώτη συνάντηση και η γνωριμία με τον Ζαχαρία έγινε τυχαία. Έγινε απόγευμα Κυριακής σε μια καφετέρια στο Φάληρο και ήταν μια καταστροφή. Το λιπόσαρκο σουλούπι του –σουλούπι γενικά πεινασμένου ανθρώπου που βγαίνει στη γύρα και ψάχνει διαρκώς κάτι να βρει– και το μουστακάκι του σαν παλιού λιμοκοντόρου κι οι τσιριμόνιες του απέναντι στις γυναίκες ήταν πράγματα αρκετά για να τον αντιπαθήσεις.
Ήταν νέος, πόσο ακριβώς δεν μπόρεσε να μαντέψει γιατί με τις ηλικίες των νεότερων δεν τα πήγαινε καλά και στην αρχή τον πέρασε για τριαντάρη, αλλά κάποια στιγμή τον ρώτησε κι ο Ζαχαρίας είπε ότι ήταν στα σαράντα δύο. Τόσο όσο κι ο Αντώνης του ήταν δηλαδή, αλλά χωρίς την ωριμότητα του Αντώνη κι επιπλέον κάπως σαν αφελής. Αυτήν την εντύπωση σου έδινε όταν τον συναντούσες για πρώτη φορά, κάποιου χαζοχαρούμενου ή μάλλον κάποιου που μπορεί να είναι αλλά μπορεί και να μην είναι και να το παίζει αγαθός και γι’ αυτό ο κυρ Στέλιος στην αρχή τον αντιπάθησε».
Μετά έγιναν φίλοι, έπιναν τα ουζάκια τους στο καφενείο, έπαιζαν κοντσίνα και δούλευαν εναλλάξ το ταξί του κυρ Στέλιου.
Ο Ζαχαρίας επιζητεί πάντα φιλίες με μεγαλύτερους άνδρες σαν να ζητάει προστασία, κάποιο ρόλο σ’ αυτό παίζει η έλλειψη του πατέρα που έχει πεθάνει∙ στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι εκείνος που τους συμπαραστέκεται και τους συντρέχει. Η μέση ηλικία των σαράντα περίπου ετών (στην οποία βρίσκονται οι περισσότεροι κεντρικοί ήρωες), καθώς και οι σχέσεις τους με τους νεότερους, αλλά κυρίως με τους γηραιότερους (βασικό πρόβλημα αυτής της ηλικίας) αποτελεί την ηλικιακή παράμετρο του βιβλίου.

O Ζαχαρίας εμπνέει εμπιστοσύνη. Ο Στέλιος τον έχει μόνιμο ακροατή και του εκμυστηρεύεται ακόμη και πράξεις για τις οποίες θα έπρεπε να ντρέπεται. Ο Ζαχαρίας τον άκουγε με στόμα ανοιχτό και «μόνο εκείνα που έπρεπε να ξεχάσει ξεχνούσε», έτσι ανταπέδιδε την ευγνωμοσύνη του Στέλιου κάνοντάς τον παράλληλα κοινωνό σε δικές του σώψυχες καταστάσεις.
Ο Ζαχαρίας δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον χρόνο και τη διάρκειά του, αργεί συστηματικά στα ραντεβού του, από δέκα λεπτά μέχρι και ώρα, και στη συνέχεια απολογείται. Πάντα όλα γίνονται παρά τη θέλησή του, πάντα κάποιος ή κάτι άλλο φταίει. Καταφέρνει και πείθει παρ’ όλα τα περίεργα φερσίματά του, γιατί διαθέτει μιαν αφοπλιστική αφέλεια και απέραντη τρυφερότητα. Ξεροσταλιάζει με τις ώρες απέξω από το σπίτι της Βιβής: «Ανυπόμονος δεν ήταν ο Ζαχαρίας, διέθετε χρόνο απεριόριστο που τον ξόδευε στο περίμενε και στην παράταση. Οι σχέσεις του και γενικά όλες οι δουλειές του έτσι πήγαιναν, από αναβολή σε αναβολή».
Η αγαπητική σχέση του Ζαχαρία με την ανοϊκή μάνα του την οποία φροντίζει στοργικά∙ οι αγαστές σχέσεις με την πεθερά του την κυρία Άρτεμη και η τρυφερή σχέση με την κόρη του την Αννούλα∙ η ανεκτική στάση του απέναντι στην αλαφροΐσκιωτη και «κουνημένη» Ματίνα, για τον ψυχισμό της οποίας δεν είναι άμοιρος, οδηγούν τη Βιβή στο συμπέρασμα: «Ήταν ένας άντρας λιγάθυμος – δεν ήταν ένα μόνο ούτε συγκεκριμένο, ήτανε διάφορα πράγματα μαζί, τα πράγματα που άλλοτε της άρεσαν κι άλλοτε όχι».

Θα σταθώ επίσης σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο που οριοθετεί, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτήρα του Ζαχαρία. Βρίσκεται στην ηλικία των δεκαέξι του χρόνων, όταν ανεβαίνει, για πρώτη φορά, μόνος του από τα Πετράλωνα στο κέντρο της Αθήνας και φτάνει στο πολύβουο Σύνταγμα. «Οι περισσότεροι περπατούσαν μόνοι, με τον εαυτό τους και για τον εαυτό τους και δεν έδιναν δυάρα αν εσύ έχεις φίλους, αν σε ήθελαν ή δεν σε ήθελαν για φίλο. Περπατούσαν, κοιτούσαν τις βιτρίνες, κοιτούσαν τους άλλους και ήταν όλοι καλά. Είχε αργήσει τόσο πολύ, απελπιστικά πολύ, όπως και με όλα τα άλλα πράγματα, να ανακαλύψει την τέτοια ευτυχία: να είναι μόνος και κανείς να μη νοιάζεται, να είναι καλά ή να υποφέρει και κανείς να μην ξέρει.
Αυτό είναι μέρος για να ζεις, έλεγε στον εαυτό του, και σε αυτό από εδώ και πέρα θα ζούσε. Είχε πάρει την απόφασή του εκείνη τη σημαδιακή ημέρα και στα χρόνια που ακολούθησαν δεν άλλαξε κι ούτε υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει γνώμη. Θα χρησιμοποιούσε καθώς είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και τον Ηλεκτρικό. Θα έβρισκε μια καλή θέση στο βαγόνι, […]Θα κοίταζε τον κόσμο να περνάει κι ενώ ο ίδιος θα ήξερε, ο κόσμος που θα τον έβλεπε να είναι ένα καλόβολο παιδί κι αργότερα ένας νέος άντρας, παρόμοιος εξωτερικά με τους άλλους νέους άντρες, κι αργότερα ένας σεβαστικός σαραντάρης, δεν θα ήξερε τίποτα για την τρικυμία μέσα του, ιδέα δεν θα είχε για τη λαχτάρα που τον αρρώσταινε»
. (σ. 143-144).
Για να σας υποχρεώσω να αγοράσετε το βιβλίο, «υπόσχεση αγοράς» λέγεται αυτό, μόλις που θα αναφερθώ στα ερωτικά του Ζαχαρία, στα ερωτικά του βιβλίου γενικώς (στην ανοίκεια σχέση του Στέλιου και της Όλγας, για παράδειγμα∙ στις περίεργες παραχωρήσεις της Βιβής∙ στο παιχνίδι της Ματίνας με τον γυρολόγο με τα χρυσαφικά, ξάδελφο του Ζαχαρία) και κυρίως στη διαρκώς επιδιωκόμενη από τη Βιβή και υπόπτως ματαιούμενη συνεύρεσή της με τον Ζαχαρία, που θα πραγματοποιηθεί «στανικώς», στο διαμέρισμα της Ράτκας, όπου θα διαδραματιστούν διάφορα δυσεξήγητα.
Και το ερώτημα που προκύπτει εύλογα μετά από όλα αυτά είναι: Γιατί όλοι ανέχονται και συγχωρούν τον  Ζαχαρία με τις ασυνέπειες, τα ψέματα, τις ευθυνοφοβίες, τις ανευθυνότητες και τις ανασφάλειες; Τι είναι εκείνο που τον κάνει αξιαγάπητο και καθόλου απωθητικό; Που μας αφήνει την τελική εικόνα του συμπαθητικού, ολιγόλογου, φιλέταιρου, ντροπαλού, ανιδιοτελούς, αθώου, αινιγματικού, άβουλου και ασυνεπή όμως Ζαχαρία;  Εδώ καλείται ο αναγνώστης, στο παιχνίδι συμμετοχής που του αναλογεί στη συγγραφή του βιβλίου, να δώσει τη δική του απάντηση, άλλη κάθε φορά.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιες από τις βασικές αφηγηματικές αρετές του Συμπάρδη, με τις οποίες η τέχνη του αφηγητή διασφαλίζει το νόημα της αφήγησης.
Η ακρίβεια και η κατασκευαστική δεξιότητα στην παρουσίαση ολοκληρωμένων χαρακτήρων, με τελείως διακριτά τα ατομικά τους γνωρίσματα. Η λεπτολόγος εμμονή στην περιγραφή αντικειμένων και τόπων. Καφενεία, νοσοκομεία, δωμάτια νοσοκομείων, καντίνες, ουζερί, λαϊκά διαμερίσματα των νότιων συνοικιών της Αθήνας, μαγαζιά, δρόμοι, πλατείες, πάρκα δίνονται με φωτογραφική ακρίβεια. Ακόμη και τα παιχνίδια του φωτός είναι σε θέση να αποτυπώσει με τον λόγο ο Συμπάρδης.
Η ειρωνεία, στη διευρυμένη σημασιολογικά εκδοχή της, που απομυθοποιεί την πραγματικότητα και συνθέτει τα αντίθετα, κινείται υποδόρια σ’ όλο το μυθιστόρημα και το κινεί, προσφέροντας στον συγγραφέα τις δυνατότητες της απόκρυψης και της προσποίησης που τον διευκολύνουν στην επίτευξη των στόχων του και στον αναγνώστη την απόλαυση της έκπληξης και της ανατροπής.
Η λεπτομέρεια της καθημερινής κίνησης, η παραμικρή ταραχή της σκέψης, η βίωση και η αναβίωση της ζωής που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας συμμετέχει στη ζωή, όχι με την έννοια ότι γράφει για να περιγράψει βιωμένες καταστάσεις, όσο ότι ξέρει να παρατηρεί βαθιά, να αναλύει βαθύτερα και να δίνει υπό μορφήν απλής και κατανοητής περιγραφής αποσταγμένες κοινωνικές, ανθρωπολογικές, συναισθηματικές, ατομικές και συλλογικές εμπειρίες.
Τον λόγο του Συμπάρδη, μέσω του αφηγητή του, χρωματίζει μια φανερή ή λανθάνουσα τρυφερότητα και συμπάθεια για τις γυναίκες, όταν τις παρουσιάζει, τις σχολιάζει ή τις κρίνει∙ μια αγάπη για τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του γενικώς∙ επίσης μια γενικότερη ευγένεια διακρίνει τη ρεαλιστική γραφή του.
Συνοψίζω:  Το βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη πιστεύω ότι είναι σημαντικό για πολλούς λόγους: Γιατί, όντας πολυεπίπεδο, προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις∙ γιατί ο συγγραφέας χειρίζεται άψογα, με γνώση και δεξιότητα, την ελληνική γλώσσα∙ γιατί ανοίγει πεδία μελέτης και αναζήτησης και, τέλος, γιατί μπορεί να τροφοδοτήσει διαλόγους.
Όλα αυτά βέβαια ζητούν αναγνώστες ενεργοποιημένους και ασκημένους, γιατί, όπως έλεγε και ο Σεφέρης, «Τα βιβλία, αν αξίζουν, είναι αποθήκες ζωής. Θα μπορούσε να τα παραβάλει κανείς με ηλεκτρικές στήλες. Αλλά για να γεννηθεί ο σπινθήρας, χρειάζεται ν’ αντιδράσει και η ζωή που “περιέχει” ο αναγνώστης. Αλλιώς η ανάγνωση γίνεται ένα άμορφο παιχνίδι».                                                             (Μέρες Α΄, σ. 42)

Μαρία Στασινοπούλου
4 Οκτωβρίου 2011

 

Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό,  www.bookpress.gr, 6.6.2011 
Κώστας Μαρδάς,  ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ, 21.6.2012 
Υπόσχεση γάμου και τέσσερις γυναίκες 

Ένα βιβλίο πριν από την κρίση, για την κρίση των ανθρώπινων σχέσεων. Αφηγείται την πεζότητα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Των ανδρών και γυναικών που ζουν μια ζωή χωρίς εκπλήξεις. Χωρίς μέλλον. Δίχως διαταράξεις, ώσπου παρεμβαίνει ένα απροσδόκητο φλερτ.
«Υπόσχεση γάμου» λέγεται το τρίτο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 1945, σπούδασε νομικά και σκηνοθεσία και εμφανίσθηκε στο λογοτεχνικό προσκήνιο το 1987 με το βιβλίο «Μέντιουμ», το οποίο μιλούσε για την Αθήνα της Μεταπολίτευσης των λαϊκών ανθρώπων και το 1998 με τον «Άχρηστο Δημήτρη», ένα βιβλίο για την Ελλάδα των ματαιώσεων του ’70 και του ’80.
Στο καινούργιο του πεζογράφημα φωτίζει την Ελλάδα των νοτίων προαστίων: Πετράλωνα, Καλλιθέα, Ταύρος, Μοσχάτο, Φάληρο. Ένας ανύπαντρος 42 ετών, ο Ζαχαρίας και τέσσερις γυναίκες. Η μικροζωή τους καταγράφεται με απόλυτη λεπτομερή αφηγηματικότητα και περιγραφική πιστότητα. Η Αλέκα, η Όλγα, η Βιβή, η Ματίνα. Με τις δύο πρώτες, που είναι παντρεμένες, ο ήρωάς μας ερωτοτροπεί. Με την τρίτη συνδέεται. Με την τέταρτη αρραβωνιάζεται όχι μία, αλλά τρεις φορές…
Ένας γάμος που τα είχε όλα τέλεια. Ένας άλλος σε διάλυση. Ένας άλλος υπό αίρεση. Και, ενδιαμέσως, μια υπόσχεση για διαρκή ένωση ψυχών.
Μέσα από 462 σελίδες σκιαγραφούνται οι γυναίκες: η δυνατή, η ωραία, η ηλικιωμένη, η ψυχωσική. Και ο πρωταγωνιστής: ευγενικός, ευάλωτος, συνεσταλμένος.
Περιφερειακά εμφανίζονται στα πλάνα της ιστορίας πάνω από είκοσι πρόσωπα σ’ έναν μικρόκοσμο χαμοζωής. Οι ιστορίες πλέκονται μέσα σε μια εργένικη γκαρσονιέρα, σε μίζερα διαμερίσματα, σε στενές κουζίνες, σε περιορισμένες βεράντες, σε πολυσύχναστους δρόμους, σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές με πολυκατοικίες. Σε μια Αθήνα των απεργιών, που αγωνιά για το χρηματιστήριο, που ξοδεύει μέσω πιστωτικών καρτών, με νοσοκομεία που υπολειτουργούν, με ουζερί, με πιάτσες ταξί.
Και στον χώρο αυτό, σε διάστημα ενός εξαμήνου, ο συγγραφέας εξιστορεί τα τετριμμένα των ανθρώπινων παθών, τις σχέσεις, τις αντιλήψεις, τα ήθη, τις υπόνοιες, τις αμαρτίες.
Ο συγγραφέας ξεκινάει το βιβλίο με την Αλέκα και την Όλγα να τελειώνουν τη βάρδιά τους σε νοσοκομείο της Κηφισιάς, όπου δουλεύουν ως νοσηλεύτριες. Η ζωή τους είναι σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Καθώς πηγαίνουν προς τον ηλεκτρικό σταθμό τις πιάνει μια φθινοπωρινή μπόρα. Ο Ζαχαρίας τις εντοπίζει και ευγενέστατα προσφέρεται να τις πάρει με το αυτοκίνητό του μέχρι τον σταθμό του Μοσχάτου. Έπειτα από… προσποιητές επιφυλάξεις δέχονται την προσφορά του. Και, στη μακρά διαδρομή, διασχίζοντας τη λεωφόρο Κηφισίας, αρχίζουν μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Αν και το μυαλό τους βρίσκεται αλλού…
Το βιβλίο είναι υπερπλήρες από συμβατικές αναφορές στους μικροαστούς που βιώνουν τη μέρα τους σε λίγα τετράγωνα. Ο αναγνώστης, που απαιτεί πλοκή και σύγκρουση -στοιχεία τα οποία «δικαιούται»- θα απογοητευθεί από την επίμονη πεζολογία. Όποιος όμως δει σε βάθος τις ιστορίες, γνωρίζεται με μια κοινωνία της βασανιστικής καθημερινότητας. Μια κοινωνία που δικαιούται το μυθιστόρημά της.

Συνέντευξη του συγγραφέα στη Λεμονιά Βασβάνη,  ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 22/1/2013 
Μαρία Παπαμαργαρίτη,  Τέταρτο, 4/9/2015 
Βιβλιοκριτικά, 29/8/2011 
Αρχοντούλα Διαβάτη,  BOOK PRESS, 23/2/2013 
«Αλκυονίδες» 
Πώς πηγαίνουμε σινεμά και βλέπουμε τις ηρωίδες να παριστάνουν δήθεν καθημερινές γυναίκες, και να ’ναι όμορφες πάνω από το μέσο όρο, πραγματικές σταρ, και να μιλάνε και να σκέφτονται σαν βιβλία; Στη βραβευμένη «Υπόσχεδη γάμου» του Γιώργου Συμπάρδη (Μεταίχμιο 2011) τίποτε τέτοιο δεν ισχύει. Εδώ λογοτεχνική ύλη είναι η οχληρή πραγματικότητα, όχι η δήθεν τάχα μου πραγματικότητα αλλά ακριβώς αυτή που δεν θέλεις να ξέρεις. Οι άνθρωποι που δεν καταδέχεται να τους κάνει ήρωες κανείς συγγραφέας, αυτοί είναι η ήρωες του Συμπάρδη στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Διαβάζεις βέβαια απολαμβάνοντας και απνευστί να δεις τι έγινε παρακάτω, κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα των κεφαλαίων, αλλά ενδόμυχα δεν είσαι σίγουρος ότι είναι λογοτεχνία όλα αυτά, μάλλον είναι ζωή που κάποιος μπήκε στον κόπο να την φυλακίσει διατάσσοντάς την με συνέπεια και οικονομώντας την σε κεφάλαια –και όχι λίγᬬ–, τετρακόσιες ογδόντα τρεις σελίδες στο σύνολό τους, μιλώντας για λογαριασμό των ηρώων που πηγαινοέρχονται, συναντιούνται πριν και μετά τη δουλειά στο νοσοκομείο, στο μετρό, στο ταξί, τρώνε «βρώμικα», ή φαγητά μαγειρεμένα που τους έχουν ετοιμάσει και τους περιμένουν σκεπασμένα με ένα πιάτο από πάνω, κοιμούνται και ξυπνάνε, προβληματίζονται, καυγαδίζουν στους δρόμους και τους συνοικισμούς της Αθήνας. Ο Ζαχαρίας, ένας άνθρωπος χωρίς ειρμό και προσανατολισμό ή ο Στέλιος κι ο μικρόκοσμός τους, η Στέλλα, η Όλγα, η Βιβή και στο τέλος μάλλον απροσδόκητα και η Ματίνα και η χαμοζωή τους. Κι ούτε καν μια επική φτώχια ή ένας λυρικός τόνος, ένας κόσμος που παλεύει με αξιοπρέπεια –οράματα και ιδεολογίες– πέφτει και σηκώνεται όπως στα βιβλία του Άγγελου Τερζάκη ή του Δημοσθένη Βουτυρά, παλιότερα, και του Χρήστου Οικονόμου σήμερα.
Οι ήρωες εδώ είναι τόσο αφόρητα καθημερινοί και μέτριοι που δεν μπορείς παρά να σκεφτείς πως αυτή βέβαια πρέπει να είναι η υποδόρια κριτική του συγγραφέα για την δύσοσμη κοινωνία σε κρίση όπου ζούμε κι αναπνέουμε τα τελευταία χρόνια. Κι όλα αυτά με γλώσσα και ύφος σωστά μελετημένα που αρμόζουν στους άντρες και τις γυναίκες της ιστορίας, χωρίς περιττές ψυχολογικές αναλύσεις, με την ήρεμη διαδοχή των περιστατικών μιας βραδυφλεγούς τραγωδίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσας την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
 
Μάκης Καραγιάννης,  ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τχ 166, 15/6/2013 
«Τέχνη με ασήμαντα υλικά»