Το μικρό σε όγκο έργο έλαβε την οριστική του μορφή το 1978· από εκεί και η μετάφραση. Απ’ τα κορυφαία βιβλία της πατρίδας του συγκρίνονταν σε αξία με έργα εκείνων των καιρών -(Μπέκετ, «Περιμένοντας τον Γκοντό», Καμύ, « Ο Ξένος» ή Χεμινγουέι και Στάινμπεκ)– αλλά εκ των υστέρων, αποδεικνύεται πως το μέγεθος του Σάμπατο και η τριλογία του ήταν, μάλλον, ένα επίπεδο πιο πάνω από αυτά. Στο «Τούνελ» ο ζωγράφος, Χουάν Πάμπλο Καστέλ, αφηγείται παραληρηματικά γιατί δολοφόνησε την ερωμένη του Μαρία Ιριµπάρνε. Απ’ το κελί της φυλακής ανατρέχει όλο το ιστορικό της συνάντησής τους και τις προσπάθειες που έκανε να τιθασεύσει τη διαρκώς αυξανόμενη ζήλια του, μέχρι το μοιραίο συμβάν. Άριστος γνώστης της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, ο Σάμπατο σκιαγραφεί χωρίς μελοδραματισμούς την υποβώσκουσα παράνοια του πρωταγωνιστή και πώς αυτή ανθίζει, σελίδα τη σελίδα. Ένας πίνακας του Καστέλ γίνεται αφορμή να συναντηθούν οι δυο ήρωες και να ξεκινήσει το γαϊτανάκι των αλλεπάλληλων παρεξηγήσεων εκ μέρους του καλλιτέχνη απέναντι στη Μαρία η οποία, ομολογουμένως, ζει μια αρκετά περίπλοκη ερωτική ζωή. Σε αυτόν τον κύκλο επιθυμεί διακαώς να εισέλθει ο ζωγράφος και μάλιστα να καταστεί αποκλειστικός δέκτης της αγάπης της, καθώς πιστεύει πως είναι η μοναδική ύπαρξη που ένιωσε έναν σημαδιακό πίνακά του. Και αυτό επειδή η Μαρία συντονίστηκε με τη δημιουργία του. Αυτό είναι που κάνει τον μοναχικό και συνεχώς θλιμμένο Καστέλ να την ποθήσει μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό αποζητά να είναι ο μοναδικός άνδρας για την ευαίσθητη γυναίκα. Τώρα, ο τρόπος γραφής ως ψευδο-αστυνομικού ισχύει και μάλιστα θα μπορούσε να θυμίζει τα κλασικά της Πατρίσια Χάισμιθ αν η τελευταία δεν είχε ξεκινήσει να δημοσιεύει αργότερα από αυτόν. Ας σημειώσουμε εδώ πως ο Σάμπατο, αν και σπούδασε Φυσική και εργάστηκε πάνω σε αυτήν, συγχρωτίστηκε στις αρχές του ’40 με την παρέα Μπόρχες, Οκάμπο, Κασάρες και σαφώς επηρεάστηκε σημαντικά. Έχοντας, επίσης, σπουδάσει και Φιλοσοφία, εγκατέλειψε ύστερα από λίγο τη δουλειά του για να αφιερωθεί στο γράψιμο. Παρότι, λοιπόν, γνωρίζουμε το τέλος της αφήγησης, η πορεία προς εκεί περιέχει αρκετό σασπένς με τη συνεχή παράθεση ψυχο-συναισθηματικών μεταβολών του κύριου χαρακτήρα, την ασίγαστη οργή του απέναντι στη Μαρία που νομίζει πως τον εξαπατά και την ηδονή που νιώθει να την ταπεινώνει, να την εξευτελίζει συνεχώς. Ενδιαφέρον έχει πώς δομείται η διαταραγμένη σκέψη του Καστέλ· οι εμμονές και γενικώς το ψυχογράφημά του. Στο τέλος των συλλογισμών του νιώθει πως αυτός όπως και άλλοι άνθρωποι ζούνε μέσα σε ένα προσωπικό τούνελ και μόλις αντικρίσουν από το τζάμι της φυλακής τους κάποιον στον έξω κόσμο έχουν την ψευδαίσθηση πως επικοινωνούν και πως δύνανται να πορευθούν μαζί· αλλά εις μάτην.