Χρύσα Σπυροπούλου,
Ο Αναγνώστης, 5/7/2016
Αξιοπρόσεχτη περίπτωση είναι αυτή του Στιούαρτ Νέβιλ (1972), ο οποίος κατάγεται από τη Β. Ιρλανδία και κάνει δυναμικά την εμφάνισή του, με την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του TheTwelve (2009) -στην Αμερική, όπως και στη χώρα μας, κυκλοφόρησε με τον τίτλο Τα φαντάσματα του Μπέλφαστ-, ενός πολιτικού θρίλερ, μιας και σ’ αυτό κυρίαρχη θέση έχει η πολιτική κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία, εννιά χρόνια μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της «Μεγάλης Παρασκευής», το 1998, στο Μπέλφαστ, το οποίο ζει σε κανονικούς ρυθμούς, αν και το οργανωμένο έγκλημα όλο και διογκώνεται δίπλα στην αναπτυσσόμενη επιχειρηματικότητα. Τα μέλη του IRA δεν τοποθετούν πλέον βόμβες και έχουν γίνει πολιτικοί. Η ιστορία ξεκινάει το 2007, δύο μήνες μετά τις εκλογές, και πολλοί πιστεύουν, όπως ένας ήρωας, ο Βίνσι Καφόλα, ότι δεν θα τελειώσουν ποτέ οι συγκρούσεις αν δεν φύγουν από το νησί οι Βρετανοί (σελ. 48). Ακόμα και αν έχουν ηρεμήσει τα πράγματα, τα απόνερα του παρελθόντος με τις καταστροφές και τις απώλειες σε ανθρώπινες και υλικές ζημιές θα στοιχειώνουν τους κατοίκους της χώρας.
Στο έργο αυτό, το οποίο είναι καλογραμμένο και σφικτά δομημένο, πρωταγωνιστεί το θέμα της ενοχής και της λύτρωσης. Αν και ο Φέγκαν, μοναχικός και αλκοολικός, συντηρείται με μισθό από το κόμμα Σιν Φέιν, ως «ρεπουμπλικάνος ήρωας», κατατρύχεται από τις ερινύες για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια περίπτωση παθολογική, αφού έχει παραισθήσεις και νομίζει ότι τον κυνηγούν τα φαντάσματα των ατόμων που είχε σκοτώσει, ωστόσο, η ακραία συμπεριφορά του δίνει αφορμή για μια εις βάθος ανασκόπηση της πρόσφατης ιρλανδικής ιστορίας, ενός έθνους, που, όπως είχε πει κάποιος, δημιουργήθηκε στηριζόμενο πάνω στη βία και τις απεχθείς βεντέτες. Και για να μπορέσει να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία του Νέβιλ, πρέπει να ανατρέξει στα ιστορικά γεγονότα, στις Ταραχές που ξεκίνησαν το 1968 και έληξαν το 1998. Πρόκειται για τις εθνικιστικές συγκρούσεις, με πολιτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά, που διεξήχθησαν στη Βόρεια Ιρλανδία και οι οποίες επεκτάθηκαν στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, την Αγγλία και την ηπειρωτική Ευρώπη. Ως κύρια αιτία είναι η σχέση μεταξύ των δύο κύριων κοινοτήτων και το συνταγματικό καθεστώς στη Βόρεια Ιρλανδία. Από τη μια είναι οι Ενωτικοί και νομιμόφρονες, κυρίως Προτεστάντες του Όλστερ, οι οποίοι επιθυμούν να παραμείνει η Β. Ιρλανδία στο Η. Βασίλειο. Από την άλλη, οι Ιρλανδοί εθνικιστές και Ρεπουμπλικάνοι, Καθολικοί, οι οποίοι αντιτίθενται στην παραμονή της χώρας στο Η. Β. και προσβλέπουν στην ένταξή της στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Οι λόγοι, για τους οποίους συντηρήθηκε μια τόσο επικίνδυνη και επιζήμια κατάσταση για τους πολίτες, δεν ήταν ανιδιοτελείς και αθώοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένα από τα θύματα του Φέγκαν, πολλοί νέοι ταχτοποιήθηκαν «επαγγελματικά», μπαίνοντας στις τάξεις του IRA. Βγήκαν από τη φτώχεια, την αφάνεια και τη νωθρότητα.
Ο Φέγκαν, που γίνεται ο τιμωρός και σκοτώνει τους ηθικούς αυτουργούς των εγκλημάτων που είχε διαπράξει, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, ένας τρελός που συμβολίζει την παράνοια του πολέμου, των συγκρούσεων, του κακού που διείσδυσε στην κοινωνία και δεν είχε χρώμα και διαχωριστικά, που ακόμα και σήμερα υπάρχει ως μνήμη, αλλά και ως επίδραση στη συμπεριφορά των κατοίκων αυτής της περιοχής. Όμως, στο τέλος ο ήρωας είναι σίγουρος ότι «ο τόπος αυτός δεν διψούσε πια για πόλεμο. Η δίψα είχε σβήσει πολύ καιρό πριν. Άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν ανήκαν πια εδώ. Ένιωθε να τον παρασέρνει ένα κύμα εξουθένωσης, ασήκωτο και γκρίζο…» (σελ. 455).
Οι δώδεκα δολοφονίες γίνονται η αφορμή για να ξεσπάσει ένα επικίνδυνο παιχνίδι ανάμεσα στους πολιτικούς του κόμματος Σιν Φέιν (Sinn Fein: we ourselves), την αστυνομία της Β. Ιρλανδίας, τη βρετανική κυβέρνηση και τους φανατικούς ετερόδοξους -καθολικούς και προτεστάντες της Εκκλησίας της Ιρλανδίας-, και σε εκείνους που κατοικούν στην περιοχή της νότιας Άρμα (Armagh).