Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.
Δεν έχετε αγαπημένα προϊόντα
Πρέπει να συνδεθείτε για να εισάγετε αγαπημένα προϊόντα
ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2020
ΒΡΑΒΕΙΟ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ PUBLIC
Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Μυθιστορήματος 2020 του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»
Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήματος 2020 The Athens Prize for Literature
Παρακαλώ συνδεθείτε για να στείλετε τα σχόλιά σας.
H αναζήτηση του πατρικού τραύματος είναι ένα σταθερό μοτίβο, ο «τόπος» της πεζογραφίας του Ηλία Μαγκλίνη. Το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» είναι η προσωρινή αποκορύφωση της αναζήτησης του τραύματος σε ένα πεζογράφημα κολάζ που γυρίζει τον αναγνώστη πίσω στο Αγρίνιο της Κατοχής. Εκεί όπου ο πατέρας του συγγραφέα, Κώστας, πρέπει να ζήσει με την απώλεια του δικού του πατέρα, Νίκου Μαγκλίνη, που δολοφονείται από την ΟΠΛΑ (ο Νίκος είναι στον ΕΔΕΣ, αλλά από εκείνους που γύρευαν τον διάλογο με την αριστερά). Ο Ηλίας Μαγκλίνης δεν σταματά την αφήγησή του στον φόνο, αλλά ακολουθεί τα πρόσωπά του, τον πατέρα του, την αδελφή του, Δώρα, τη σύζυγο του Νίκου Αγαθή, και τον αδελφό της, Αννίβα (που διώχθηκε από τους νικητές του εμφυλίου πολέμου), να ζουν με το τραύμα της δολοφονίας αλλά και των ερειπίων της δικής τους ζωής από το καρναβάλι της βίας κατά τη δεκαετία του ’40.
Η δική τους ζωή γυρίζει αργά στην «κανονικότητα» αλλά η σφραγίδα της ματωμένης δεκαετίας τούς ακολουθεί και τους στοιχειώνει για όσους έχουν πεθάνει ως τον θάνατό τους και για όσους ζουν μέχρι σήμερα. Η ροή της αφήγησης διακόπτεται από ποιήματα του Ηλία Μαγκλίνη που φωτίζουν την προηγούμενη αφήγησή του. «Δεν το ήξεραν» γράφει για τον δικό του πατέρα «αλλά εκείνη τη στιγμή πατέρας και γιος συμφώνησαν σιωπηρά να μην καταστρέψουν αυτό το ακαθόριστο παλλόμενο φως, αυτό που τους ένωνε έτσι όπως δεν τους ένωσε ποτέ καμία αγκαλιά».
Το μυθιστόρημα του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» εντάσσεται στη χωρία ελληνικών μυθιστορημάτων των τελευταίων χρόνων που αφηγούνται οικογενειακές ιστορίες και τραύματα: από τα βιβλία του Νίκου Παναγιωτόπουλου («Ολομόναχος»), του Χρήστου Χωμενίδη («Νίκη»), του Αύγουστου Κορτώ («Το βιβλίο της Κατερίνας») μέχρι το φρεσκοτυπωμένο «Τραγούδι του πατέρα» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, τα βιβλία που έρχονται αντιμέτωπα με την οικογενειακή ιστορία είναι πολλά –αυτά είναι μερικά μόνο– και τα καλύτερα από αυτά καταφέρνουν να αναμετρηθούν ταυτόχρονα και με τη μεγάλη Ιστορία, κάνοντας το προσωπικό βίωμα μια ενδιαφέρουσα για όλους υπόθεση. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία εντάσσεται οπωσδήποτε και το βιβλίο του Μαγκλίνη ο οποίος αφηγείται στην πραγματικότητα ιστορίες του Εμφυλίου και τα απόνερά τους στον χρόνο, μέσα από τη μικροϊστορία της οικογένειάς του. Και έχει πράγματι να αφηγηθεί πολλά. Πρωταγωνιστής είναι ο πατέρας, Κώστας, αλλά ως θύμα μιας απουσίας και ενός εγκλήματος. Ο δικός του πατέρας, δηλαδή ο παππούς του Ηλία Μαγκλίνη, Νίκος Μαγκλίνης, εκτελέστηκε εν ψυχρώ από την ΟΠΛΑ, ένα απόγευμα της άνοιξης του 1944 στο κέντρο του Αγρινίου, μάλλον γι’ αυτό που ήταν και όχι για κάτι που είχε κάνει – τουλάχιστον δεν έχει βρεθεί κάποια πιο συγκεκριμένη δικαιολόγηση της αποτρόπαιας πράξης: υπήρξε μέλος του ΕΔΕΣ αλλά είχε αποτραβηχτεί, επίσης είχε οικονομική επιφάνεια. Τον έφεραν στο σπίτι νεκρό, πάνω σε μια πόρτα. Από την άλλη, ένα από τα αδέλφια της γιαγιάς, της συζύγου του Νίκου, με τον οποίο ο τελευταίος είχε συνεταιριστεί και τα πήγαινε καλά, ήταν κομμουνιστής. Ένας συνταξιούχος αστυφύλακας τον κατέδωσε στους Γερμανούς που τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.
Μέσα από τις σελίδες του οικογενειακού δράματος ο συγγραφέας (δημοσιογράφος, επίσης, στην εφημερίδα «Καθημερινή») καταφέρνει να αφηγηθεί με γλαφυρότητα και ευθύτητα και όσα γεγονότα και δράματα της χώρας είχαν ζήσει οι συγκεκριμένοι άνθρωποι από κοντά. Περιγράφονται, φερ’ ειπείν, οι θηριωδίες του ελληνικού στρατού στη Μικρασία, όπως τις είχε αφηγηθεί ο Νίκος Μαγκλίνης που είχε πολεμήσει εκεί, περιγράφεται και η δολοφονική δράση στο Αγρίνιο ενός περιβόητου δωσίλογου, του Ταγματάρχη Γιώργου Τολιόπουλου, διοικητή Τάγματος Ευζώνων, που πέρα από όσα φριχτά διέτασσε να γίνονται, χαιρόταν να σκοτώνει και ο ίδιος προσωπικά. Μαζί περιγράφεται και το κλίμα της εποχής, καθώς το Αγρίνιο, λόγω καπνεργοστασίων (ανάμεσά τους και του Παπαστράτου) και εργατών είχε πολύ αριστερό πληθυσμό, αντίθετα με το Μεσολόγγι που είχε μικρότερα αριστερά ποσοστά.
Το βιβλίο είναι ψύχραιμο και δεν αφορίζει κανέναν. Ως προς το διά ταύτα πάντως της αντιπαλότητας, δεν θα συμφωνήσουν όλοι με την ερμηνεία του συγγραφέα ότι πρόκειται λιγότερο για ταξικές –ή ακόμα και απλώς πολιτικές– διαφορές και περισσότερο για ένα «πατροπαράδοτο ελληνικό μίσος» που οφείλεται στην υπερβολική εγγύτητα: «ο Έλληνας είναι τόσο σφιχταγκαλιασμένος με τον συμπατριώτη του, η κοινότητα έχει τόση άπειρη πυκνότητα που δεν γίνεται, το αποτέλεσμα είναι ο Έλληνας να μισεί τον άλλο Έλληνα, να μην τον αντέχει, δεν μπορεί να τον υποφέρει, ειδικά όταν τα πράγματα πάνε στραβά (…). Κάτω από τις ιδεολογίες, πίσω από τα κηρύγματα και τους όρκους πίστης σε αγώνες εθνικούς, ταξικούς, θρησκευτικούς, το ξέρουμε καλά αυτό πια (…), κρύβεται ένας βόθρος από σκατά». Βέβαια αυτή η διατύπωση βρίσκεται στην καρδιά των σύγχρονων ιδεολογικών συζητήσεων περί Ιστορίας στην Ελλάδα.
Όταν ο Ηλίας Μαγκλίνης μού είπε ότι το νέο του βιβλίο αφορά τη δολοφονία του παππού του από την ΟΠΛΑ στο Αγρίνιο στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τρόμαξα. Φοβήθηκα ότι θα διχάσει το ελληνικό κοινό και θα δώσει την ευκαιρία στην εθνικόφρονα Δεξιά να πανηγυρίσει μία νέα νίκη κατά της μονοπώλησης της ιστορίας του εμφυλίου από την Αριστερά. Ότι θα αναλάβει το έργο ενός λογοτεχνικού αναθεωρητισμού.
Ο Μαγκλίνης στο βιβλίο του κάνει ακριβώς το αντίθετο. Περιγράφει το τραύμα όχι μόνο με όρους προσωπικούς, όπου η ιδεολογία γίνεται σχεδόν πρόσχημα για τους μικρούς τοπικούς εμφυλίους, αλλά υπογραμμίζει παράλληλα και την τυχαία διάσταση των οικογενειακών τραγωδιών.
Ο παππούς του Ηλία είχε αποχωρήσει από τον ΕΔΕΣ λίγο προτού δολοφονηθεί. Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου είναι η σιωπή. Η σιωπή που κυριαρχεί στην οικογένεια γύρω από το τραύμα, το άφατο συμβάν. Το σχήμα αυτό, της σιωπής, την οποία καλείται να λύσει ο εγγονός μέσα από την αυτοσχέδια ιστορική έρευνα, το συναντάμε και στους «Χαμένους» του Ντάνιελ Μέντελσον (εκδ. Πόλις), καθώς και στο αυτοβιογραφικό έργο του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ «Όσα δεν είπες» (εκδ. Αγρα). Μέσα από την αναζήτηση αυτοπτών μαρτύρων και ντοκουμέντων ο Μαγκλίνης προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη σιωπή αυτή και να αποκαταστήσει έτσι τη σχέση του με τον πατέρα και εκείνου με τον δικό του μπαμπά. Να βάλει το τραύμα σε λέξεις για να το καταλάβει και να αφομοιώσει τη βαριά πατρική κληρονομιά.
Ως ιντερμέδια παρεμβάλλονται μικρές αστρονομικές παρατηρήσεις, αφιερωμένες στον αδελφό του Ηλία, που είναι ο πρώτος που εισάγει το τηλεσκόπιο στην οικογένεια, το δικό του εργαλείο για τη σύνδεση με τον ωσεί απόντα και ιπτάμενο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μπαμπά. Η λιτή, συχνά δημοσιογραφική αφήγηση, που διατρέχει στην αρχή το κείμενο γίνεται σπαρακτική στη συνέχεια, στις προσωπικές στιγμές και στοχαστική στο τέλος ως έναυσμα για μια αποτίμηση της σχέσης του συγγραφέα με την Ελλάδα. Πρόκειται –κατά τη γνώμη μου– για ένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία των τελευταίων ετών στη χώρα μας.