Ελένη Γκίκα,
«Δακτυλικά αποτυπώματα», Fractal, 11/5/2016
Μανώλης Πιμπλής,
ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο), 6/5/2016
Κλαυσίγελος μιας γενιάς
Συνέντευξη στον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη,
ATHENS VOICE, 28/4/2016
Συνέντευξη στον Μανώλη Ανδριωτάκη και στο Garagebooks, 18/5/2016
Στέφανος Τσιτσόπουλος,
«Memoirs of Χαλανδρί, φαμιλί, ζωή, ωδή!», ATHENS VOICE, 19/5/2016
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου,
«Τα πάθη του παρελθόντος κτήμα του σήμερα», ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 22/5/2016
Συνέντευξη στη Βένα Γεωργακοπούλου,
Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 6/5/2016
Ειρήνη Σταματοπούλου,
«Η σπείρα της μνήμης του Ν. Παναγιωτόπουλου», Ο Αναγνώστης, 29/5/2016
Κατερίνα Σχινά,
«Παρηγορητικός απόηχος του παρελθόντος», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 5/6/2016
Συνέντευξη στον Θεοδόση Μίχο,
www.popaganda.gr, 15/6/2016
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος απαντά στο νέο ερωτηματολόγιο του Literature, 16/6/2016
Κατερίνα Σαμψώνα,
Μεταδεύτερο, 21/6/2016
Συνέντευξη στον Αντώνη Παπαβασιλείου,
Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας, 8/7/2016
Μάρω Βασιλειάδου,
«Η μνήμη είναι και αυτή συγγραφέας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 26/6/2016
Γιώργος Περαντωνάκης,
«Θραύσματα ζωής», BOOK PRESS, 6/7/2016
Ευγενία Μπογιάνου,
«Ο απόηχος του παρελθόνος», Η ΑΥΓΗ, 12/7/2016
«Στιγμιότυπα του ’60 και του ’70», ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 17/7/2016
Σαν κιτρινισμένες λήψεις Polaroid, τα αφηγηματικά στιγμιότυπα που απαρτίζουν τη συλλογή «Γραφικός χαρακτήρας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι μια νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν του ελληνικού μικροαστισμού του ‘60 και του ‘70. «Κουταλάκι από αεροπλάνο», «Κοζάνη μπλουζ», «Η γιαγιά και ο πόνος», «Καρέλια στην οικοδομή», «Η ιστορία απέναντι», «Πώς ν’ αγαπήσεις τα γαλλικά». Συντομότατες και πυκνές οι μικροαφηγήσεις, μίας μέχρι και τριών σελίδων, με χρονική αφετηρία την παιδική ηλικία πορεύονται προς τα χρόνια της ενηλικίωσης. Τα αφηγούμενα περιστατικά είναι πραγματικά, σημειώνει ο συγγραφέας στον επίλογο, εγγράφοντας τη συλλογή στο πλαίσιο μιας αποσπασματικής αυτοβιογραφίας.
Προσωπικά μεν, είναι την ίδια στιγμή αναγνωρίσιμα και συνεπώς συλλογικά: οι αλάνες, οι φωνές της μάνας, οι καβγάδες με τα αδέρφια, το πολυπληθές σόι, τα βιβλία με δόσεις, η αντιπαροχή, η πρώτη ταινία στο σινεμά, ο νονός και οι γείτονες, οι γόπες με κοκκινάδι. Τα σπίτια με μωσαϊκά, τα ποδήλατα, τα θερινά σινεμά. Ένας κόσμος απροσδιόριστα καλοκαιρινός, ελληνικός, με γεύση υποβρυχίου, σε εξήντα επτά λήψεις.
Συνέντευξη στην εκπομπή «Πολιτισμένα» με την Ιωάννα Ταραμπίκου, Πρώτο Πρόγραμμα, 31/7/2016
Μαρία Στασινοπούλου,
«Προσωπικές ιστορίες με τη στόφα του μύθου», Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 6/8/2016
Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Παναγοπούλου,
www.patranews.gr, 14/10/2016
Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου,
www.lionnews.gr, 17/10/2016
Διώνη Δημητριάδιου,
www.vakxikon.gr, 21/11/2016
«Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια και θρύψαλα». («οικογενειακή φωτογραφία»)
Αυτά τα κομμάτια και θρύψαλα, που συνιστούν το αποθηκευμένο στη μνήμη παρελθόν, αναδομούνται στις σελίδες του πρόσφατου βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου χτίζοντας ένα οικοδόμημα που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει αυτοβιογραφικό. Κι ας είναι αποσπασματικό. Κι ας σκέφτεσαι καθώς το διαβάζεις πως ίσως η μνήμη ενός μικρού παιδιού δύσκολο να κρατάει αψεγάδιαστα τις σκηνές, τις ομιλίες, τα συναισθήματα. Ο χρόνος, οι νέες εμπειρίες αλλά και η συσσωρευμένη πείρα ζωής αποτελούν το αναπόφευκτο φίλτρο, μέσα από το οποίο οι εικόνες διαφοροποιούνται μεγεθύνοντας τη σημασία τους, τα πρόσωπα φθίνουν και ελαχιστοποιείται το αυθεντικό συναίσθημα του παρελθόντος. Ωστόσο, όλη αυτή η μετάλλαξη ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια που όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας:
«Για μένα πρόκληση –αληθινή– στάθηκε το μέγεθός τους και όχι το πόσο πιστά αποτυπώνουν την πραγματικότητα – κάτι για το οποίο, εξάλλου, ελάχιστοι μπορούν να καταθέσουν σοβαρή μαρτυρία. Για μένα δεν έχει τόσο σημασία ότι οι μικρές αυτές ιστορίες είναι αληθινές όσο ότι οι αληθινές αυτές ιστορίες είναι τόσο μικρές που μπορούν –και το εύχομαι– να διαβαστούν ανάμεσα σε δύο στάσεις των νέων γραμμών του μετρό».
Μου αρέσει το σχόλιο αυτό, μάλλον γιατί λειτουργεί τιμητικά για αυτά τα λιλιπούτεια λογοτεχνικά, τα μικροδιηγήματα. Πώς διαβάζεις ανάμεσα σε δύο στάσεις του μετρό; Υποθέτω όπως διαβάζεις και καθισμένος σε μια θέση λεωφορείου. Αν αγαπάς το διάβασμα, διαβάζεις και όρθιος κρατημένος από μια χειρολαβή. Γι’ αυτό και αν αγαπάς το γράψιμο, γράφεις πάντοτε, ακόμα και σε χαρτί από τσιγάρα. Και μετά απλώνεις τις λέξεις σου για να τις διαβάσουν και οι άλλοι, οι όρθιοι των λεωφορείων. Κάπως έτσι συμβαίνει με αυτές τις μικρογραφές. Γράφονται όσο διαρκεί το ερέθισμα που τις ενεργοποίησε –που ενεργοποίησε τη μνήμη εν προκειμένω για την περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου– και στη συνέχεια αφήνονται στον αναγνώστη για να συλλάβει τις στιγμιαίες εικόνες τους, όπως σαν να κοίταζε φωτογραφίες σε ένα άλμπουμ.
Οι 67 μικρές (κάποιες μάλιστα μικροσκοπικές) ιστορίες συστήνονται ως αληθινές, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει καθόλου την αξία τους, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τον αποδέκτη/αναγνώστη τους είναι η αίσθηση που δημιουργούν ότι θα μπορούσαν να είναι εικόνες από το δικό του, προσωπικό αρχείο μνήμης. Έτσι κι αλλιώς αυτό συμβαίνει με τη λογοτεχνία (είτε πρόκειται για αληθινές αφηγήσεις είτε για απόλυτη μυθοπλασία) και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η αξία της, να μπορεί δηλαδή να λειτουργεί ως ατομικό βίωμα του αναγνώστη χωρίς να ενδιαφέρει στην ουσία η αφορμή του συγγραφέα, που καταλήγει πια εντελώς θνητή και εντοπισμένη στον χρόνο. Η διαχρονικότητα της λογοτεχνικής γραφής διασώζεται μέσα από τα βιώματα του αναγνώστη που ανακαλύπτει κάτι από τη δική του σκέψη, κάτι από τα προσωπικά του παθήματα.
Με αυτό το σκεπτικό αξιολογούνται και αυτές οι προσωπικές ιστορίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου, οι οποίες δεν αφορούν σημαντικά γεγονότα, αν αυτό αναμένει κάποιος με τη σκέψη πως μόνο τα πολύ συνταρακτικά αξίζει να διατηρηθούν μέσω της γραφής. Στον μικρόκοσμο του καθενός από μας έχουν άλλη βαρύτητα τα αντικειμενικά ίσως απαξιωθέντα. Οι καβγάδες με τα αδέλφια μας, η διχογνωμία των γονιών για τα περιθώρια που δίνουν στα παιδιά, κάποιοι θείοι πολύ γραφικοί, παππούδες, δάσκαλοι, συμμαθητές, γείτονες. Μικροεπεισόδια στη γειτονιά που παίρνουν άλλες διαστάσεις στα μάτια των μικρών παιδιών, μια που αναταράζουν τα νερά της καθημερινότητάς τους. Ο πόθος για ένα καινούργιο αυτοκίνητο, βόλτες στην εξοχή, τα πρώτα μπάνια στη θάλασσα. Ποιος δεν έχει τέτοιες μνήμες; Ακόμη περισσότερο όσοι βρισκόμαστε κοντά στην ηλικία του συγγραφέα και έχουμε προσωπικές αναφορές σ’ αυτή τη μικροαστική Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, νιώθουμε ακόμα πιο οικεία όσα περιέχονται σ’ αυτές τις αφηγήσεις.
Κάποιες από αυτές τις ιστορίες κουβαλούν και τα ντοκουμέντα τους, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Πόσο μοιάζουν με τις δικές μας! Είναι μια ολόκληρη εποχή, όχι μόνο προσωπικά βιώματα. Νιώθεις τη δική σου νοσταλγία για τους προσωπικούς, δικούς σου τόπους, τους οριστικά χαμένους. Είναι η μετατροπή του ιδιωτικού σε κοινό, δημόσιο, και πάλι η αλλαγή του σε ατομικό. Έτσι η ζωή του συγγραφέα γίνεται προς στιγμή κοινό κτήμα και κατόπιν μεταλλάσσεται μαγικά σε ιδιωτική μνήμη. Πιστεύω ότι σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το παραπάνω έχει ο τρόπος που ο Νίκος Παναγιωτόπουλος χειρίζεται τη γλώσσα. Μια απέριττη, λιτή χρήση λέξεων καθημερινών, οικείων, πολύ μακριά από στολίδια που θα τη φόρτωναν και θα απομάκρυναν το όλο δημιούργημα από τον κόσμο του αναγνώστη. Είναι ακριβώς ο τρόπος που χειριζόμαστε τις προσωπικές μας αναμνήσεις. Για μας και μόνο, οπότε δεν απαιτείται εμπλουτισμός της γλώσσας με περιττά φορτώματα. Ο συγγραφέας μοιάζει να μιλάει στον εαυτό του, και ο αναγνώστης να κινητοποιεί τον δικό του κόσμο με όχημα τις αφηγήσεις αυτές.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου ένας στίχος του Τομ Γουέιτς: «I’ll tell you all my secrets / but I’ll lie about my past» (όλα μου τα μυστικά θα σου τα πω, μα θα σου πω ψέματα για το παρελθόν μου). Έτσι όπως μπερδεύεται το ακριβό της μνήμης με το τώρα, όπως πια δεν έχει σημασία τι αληθινά έγινε αλλά τι κρατήθηκε αφομοιωμένο στον νου, έτσι μάλλον γράφονται οι ιστορίες.
Κατερίνα Μαλακατέ,
Διαβάζοντας, 5/12/2016
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου,
Monopoli, 14/12/2016
Διαβάζω εδώ και δεκαετίες μυθιστορήματα και διηγήματα, που ανεξαρτήτως του κατά πόσο δηλώνουν την αυτοβιογραφική τους καταγωγή δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα στενά ιδιωτικά τους όρια. Τα διηγήματα, αντιθέτως, του Νίκου Παναγιωτόπουλου διαθέτουν ευθύς εξαρχής μιαν ευεργετική εξωστρέφεια. Οι ήρωες μπορεί να βγαίνουν από τον ιδιωτικό κόσμο του αφηγητή-συγγραφέα, αλλά επανεγγράφονται με τη μνημονική τους ανάκληση στην ενήλικη πορεία του, καταφέρνοντας να ανασυστήσουν με μεγάλη ζωντάνια το κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1960.
Συνέντευξη στον Μανώλη Κρανάκη
FLIX, 12/6/2019
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
www.andro.gr, 22/10/2020